Κλείνω τα μάτια σφιχτά και στέλνω τη σκέψη μου πίσω, τότε που ήμουν όλη δική σου κι εσύ ήσουν όλος δικός μου. Τον καιρό εκείνο που τίποτα δεν ήταν αρκετό για να μπει ανάμεσά μας, τίποτα δεν ήταν ισχυρότερο απ’ το «μαζί» που είχαμε δημιουργήσει. Τις μέρες εκείνες που η παρουσία σου ήταν αρκετή για να με κάνει ευτυχισμένη, τότε που τρεφόμασταν ο ένας απ’ τα συναισθήματα του άλλου· τότε που ζούσα μέσα από εσένα κι εσύ ζούσες μέσα από εμένα.

Μα καθώς το συναίσθημα της ευτυχίας ξεκινά να με πλημμυρίζει ξανά, ανοίγω απότομα τα μάτια μου προσπαθώντας να το αποκλείσω. Βλέπεις, μωρό μου, έχουν περάσει χρόνια από τότε που το βίωσα τελευταία φορά και τώρα δεν μπορώ να το αντέξω. Τώρα, που όλα ανήκουν στο παρελθόν.

Βυθισμένη στο χάος που δημιουργήσαμε, κοιτάω τα συντρίμμια κι απορώ «γιατί;». Άραγε περνάει κι απ’ το δικό σου μυαλό αυτή η απορία; Γιατί εγώ, μωρό μου, δεν αντέχω άλλο. Έχω σιχαθεί τις μέρες και τα βράδια που δεν έχουν κάτι από εσένα. Ένα φιλί σου, μια αγκαλιά σου, ένα χάδι, ένα βλέμμα· το άκουσμα της φωνής σου έστω για λίγα δευτερόλεπτα.

Το ξέρω, πάει καιρός, μα ακόμα με πνίγουν τα ίδια συναισθήματα. Μου λείπεις και δεν μπορώ να το ελέγξω, έχω κουραστεί να το ελέγχω. Με πιάνει το παράπονο, ρε γαμώτο και πιάνω τον εαυτό μου να αντιδράει παρανοϊκά στο άκουσμα των νέων σου, των κινήσεών σου και της νέας σου ζωής.

Υπήρξε ένα διάστημα που είχα μάθει να χρησιμοποιώ σαν όπλο την αξιοπρέπειά μου, μα βρέθηκαν τόσοι με λάθος κρίση που τη βάφτισαν εγωισμό κι εγώ τους πίστεψα, με αποτέλεσμα να σταματήσω να τη χρησιμοποιώ. Γιατί, αγάπη μου, δε θέλω να φέρομαι εγωιστικά απέναντί σου, δεν έχω μάθει να είμαι εγωίστρια μέσα στη σχέση μας.

Γι’ αυτό και τώρα σου λέω πως παρ’ όλο που πίστεψα πως μπορώ να αντέξω μακριά σου, τελικά δεν αντέχω. Έχω ανάγκη την παρουσία σου, μου είσαι απαραίτητος. Μου λείπουμε εμείς, μα πάνω από όλα μου λείπεις εσύ.

Κι αν αναρωτιέσαι γιατί ακόμα επιμένω, γιατί δεν τα έχω αφήσει όλα πίσω μου, είναι γιατί ποτέ δε σε ξεπέρασα, παρά τις προσπάθειές μου, που τις έβλεπα να αποτυγχάνουν παταγωδώς η μία μετά την άλλη. Ίσως να είναι ότι δεν το θέλω πραγματικά, ίσως να μην είμαι έτοιμη να φύγω από κοντά σου ή ακόμη χειρότερα, ίσως να είναι όλα ένα παιχνίδι του μυαλού μου.

Μα αυτό που εγώ πιστεύω, κι είναι το πιο τρομακτικό από όλες τις υποθέσεις, είναι ότι έχω εθιστεί στο να πονάω για εσένα, κάθε στιγμή που σε σκέφτομαι, κάθε λεπτό που σε φαντάζομαι να δίνεσαι σε κάποια άλλη. Έχω εθιστεί στον τρόπο με τον οποίο με πληγώνεις, στον τρόπο που με κάνεις να πονάω με κάθε κίνησή σου  κι αυτό γιατί έχω εθιστεί στο να μου δίνεις σημασία. Διότι δίνοντάς μου σημασία, επιβεβαιώνεις ότι εξακολουθώ να υπάρχω για εσένα, ότι βρίσκομαι ακόμη στη ζωή σου, ακόμα κι αν έχω το ρόλο ενός ασήμαντου κομπάρσου.

Θέλει δύναμη να ελπίζεις σε κάτι που ίσως έχει τελειώσει, μα εγώ κρατάω πάντα φυλαγμένη μια μικρή ελπίδα για εμάς, για το δικό μας μαζί. Πιστεύω πως μπορεί να ξαναχτιστεί απ’ το μηδέν και να γίνει όσο όμορφο το θέλουμε. Το καλό θα είναι ότι γνωρίζουμε ήδη πώς θα πάει, αν σε παρηγορεί.

Μα όσο εγώ θα εξακολουθώ να θυσιάζω τα πάντα για εσένα, εσύ για πόσο ακόμα θα θυσιάζεις εμένα για το τίποτα; Εγώ με ξέρω καλά και ξέρω πως θα αντέξω, γιατί αυτή είναι η δύναμη της αγάπης· η αντοχή. Όμως εσύ; Απάντησέ μου ειλικρινά, αντέχεις να το πάμε απ’ την αρχή;

Συντάκτης: Ελευθερία Ντισπυράκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη