Είναι εύκολο στις μέρες μας να διατηρήσεις μια παράνομη σχέση, αν βάζεις την απόλαυση της σάρκας πάνω απ’ την αγάπη και τον αλληλοσεβασμό. Μα τίποτα στη ζωή δεν είναι απόλυτο κι ίσως είσαι αυτό που λένε «καλής πάστας άνθρωπος», αλλά το συναίσθημα μπορεί να σε κάνει ό,τι θέλει, να σε οδηγήσει στην αντίπερα όχθη. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν το ρημάδι το πεπρωμένο παίζει με εσένα και σου φέρνει στην πόρτα σου αυτό που ζητάς, μα εν τέλει σε ωθεί να το διώξεις;

Όταν τύχει και γνωρίσεις αυτό που ονομάζουμε «τον άνθρωπο της ζωής σου» και για κάποιες αναπόφευκτες δυσκολίες επιλέξετε οικειοθελώς να λήξει αυτή η σχέση, τι κάνεις; Δε μιλάω για έναν άνθρωπο που τον έζησες μέσα από ένα βέλος απ’ το «άβουλο κοπέλι» όπως ονομάζει ο Κορνάρος τον έρωτα, αλλά έναν άνθρωπο που ψήθηκε η σχέση σας καθημερινά στα καμίνια μιας αγάπης.

Αυτόν που οι επιθυμίες του συμβαδίζουν με τις δικές σου, που μέσα σε ένα για άλλους μικρό χρονικό διάστημα και για άλλους μεγάλο, πάνω-κάτω δύο χρόνων, οι στιγμές αρνητικών εντάσεων και τσακωμών ήταν τόσο λίγες που μπορεί να τις μετρήσει κάνεις στα δάχτυλα του ενός χεριού. Έναν άνθρωπο που θα σε έβαζε πάνω κι απ’ τον εαυτό του.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν αποχωρεί με όμορφο τρόπο απ’ τη ζωή σου, κρατά κι ένα κομμάτι του εαυτού σου μαζί του. Κι εκεί είναι που σε βάζει ο εαυτός σου σε ένα δίλημμα, να κλείσεις κάθε πόρτα επαφής ή να την αφήσεις μισάνοιχτη κι ό,τι γίνει, όσο βαθιά κι ανεπανόρθωτη καταλήξει να είναι η πληγή;

Κάνεις την επιλογή σου, δεν κόβεις την επαφή. Δεν μπορείς κι ας είναι άλλος το δεύτερο μισό στο ένα σου τον καιρό αυτό, κανένας δε σε ολοκληρώνει όσο αυτός ο άνθρωπος. Κι επιλέγεις με τύψεις μα και με ακατανίκητη ανάγκη να τον ξαναδείς. Κάπως έτσι γεννάς την πρώτη σου αμαρτία.

Σου αρέσει να λες πάντα την αλήθεια, μα γι’ αυτή τη φορά θα πεις ψέματα στο τώρα σου. Σου αρέσει να μην κοροϊδεύεις κανέναν, μα κι αυτόν τον ηθικό σου νόμο θα τον ισοπεδώσεις. Παρανομείς γιατί το μέσα σου σού λέει πως δε γίνεται αλλιώς. Λαχταράς εκείνη τη συνάντηση. Πες το ανάγκη επιβεβαίωσης, πες το περιέργεια να μάθεις αν όσα νιώσατε αντέχουν, θες να βρεθείτε.

Προχωράς στη μικρή σου αμαρτία και σκαρφαλώνεις στον όλεθρο. Φεύγεις απ’ το τώρα σου με τύψεις και φτάνεις στο παρελθόν σου με ευτυχία. Πνίγεις το λυγμό σου με μια καλησπέρα. Τυπικές συζητήσεις, ίσως ένα δείπνο και τα πνιχτά δάκρυα από νοσταλγία κι ενοχές έγιναν χαμόγελα κι οι βαθιές σκέψεις μεταμορφώθηκαν σε αστεία. Το βράδυ σας σιγά-σιγά ζαλίζεται μέχρι που καταλήγετε στα σεντόνια που κάποτε ανήκαν στο «εμείς» σας κι όχι στο «εγώ» σας.

Μα όλα τα όμορφα τελειώνουν μαζί με το σκοτάδι. Το πρωινό φως εξαφανίζει τη μαγεία και σε προσγειώνει στην πραγματικότητα. Ένα χαμόγελο, σαν τελευταίο ξόρκι. Να σου και το δικό σου. Ομορφιά, απλά, ευτυχία.

Πρέπει να λήξει αυτό. Ξεκινά μια συζήτηση για το πού θα φτάσει όλο αυτό. Και πού, άραγε, μπορεί να φτάσει; Ποιος μπορεί να απαντήσει; Δεν μπορεί να συνεχιστεί, μα σ’ αγαπάει ακόμα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί, μα δε θέλει να σ’ αποχωριστεί και το ξέρεις. Και πλέον ξέρεις πως κι εσύ θα υποφέρεις. Έχεις ακουστά τις Ερινύες της ελληνικής μυθολογίας; Αυτές θα γίνουν η καλύτερη παρέα σου από δω και πέρα.

Προχωράς στην αμαρτία σου, λοιπόν, και κουβαλάς ένα σταυρό που εσύ έριξες στην πλάτη σου. Φεύγεις απ’ το παρελθόν σου με δυστυχία και φτάνεις στο τώρα σου με τύψεις. Βλέπεις στα μάτια του τώρα σου έναν κριτή, μα κι αυτό το αντέχεις. Και κόντρα στο χαμόγελο που σου δίνει, προσπαθείς να γεννήσεις κι εσύ ένα. Πόσο δύσκολο να παραμείνεις σωστός με το συναίσθημά σου χωρισμένο στα δύο.

Η ειλικρίνεια είναι η σωστή λύση, μα δεν είναι πάντα ανώδυνη. Δε σου φταίει σε κάτι το παρόν σου που δεν του φέρθηκες σωστά. Το ξέρεις, σε στήνεις στη γωνία, οι σκέψεις σε πνίγουν, μα θα το ξανάκανες -και θα το ξανακάνεις. Μια μικρή μυστική συμφωνία, μια συνομωσία για δύο, μια συνάντηση στη δική σας επέτειο, γιατί υπάρχει ένα άτομο που δε θες να χάσεις ποτέ απ’ τη ζωή σου κι ας μην μπορείς να το ‘χεις ολοκληρωτικά δικό σου.

Τι δυστυχία μπορεί να φτάσει να γίνει η ευτυχία; Πώς μπορείς να παραμείνεις σωστός όταν σε προκαλεί κάτι τόσο όμορφο μα και τόσο λάθος; Μα θέλεις να τον ξαναδείς αυτόν τον άνθρωπο κι ας μην πρέπει. Μία φορά το χρόνο θέλεις να τον ζεις!

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη