Ψάχνω να βρω λέξεις που θα δώσουν φωνή στις σκέψεις μου, πάνω απ’ ένα χαρτί δίχως γραμμές ή μια λευκή οθόνη. Κάτι τέτοιες στιγμές αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν τόσα χαμόγελα να περνάνε απ’ τη ζωή μου και εμένα να μου λείπει ακόμα το δικό σου.

Δεν είναι πως ανάξια σώματα στόλισαν το κρεβάτι μου απ’ τη μέρα που έφυγες, αλλά είναι ο πήχης που ανέβασες ψηλά και που καμιά καινούργια παρουσία δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Έχουν τύχει και σώματα που έφεραν την ικανοποίηση στη ζωή μου, σώματα που χάρισαν γενναιόδωρα την ηδονή, αλλά και το λυχνάρι της ευτυχίας που εγώ ονομάζω χαμόγελο. Μα όσος κόσμος κι αν περνά, περαστικός ή λίγο πιο μόνιμος, η μοναξιά παραμένει φίλη μου.

Μπορεί να σμίξει η σάρκα μου με πολλές, μα μόνο τα δικά σου χνάρια θυμάται και περπατάει. Μπορεί χαμόγελα να μου σβήσουν τις ουλές, μα ακόμα κάτι σε ζητάει. Κι αν με ρωτάς πώς το κατάφερες αυτό, μάλλον εγώ πρέπει να βρω απάντηση στο πώς κατάφερα να σε αφήσω.

Πέρασα τα βράδια μου σε κρεβάτια γεμάτα που πάντα ένιωθα άδεια. Περάσανε αρκετές μυρωδιές απ’ τα μαξιλάρια μου, αλλά καμία δεν κατάφερε να ριζώσει. Τελικά πρέπει να πήρες πραγματικά σοβαρά το ρόλο σου σαν κηπουρός στον δικό μου κήπο. Φύτεψες αναμνήσεις που δύσκολα κανείς μπορεί να τις ξεριζώσει και το έκανες με τέτοιο τρόπο που καμία βλάστηση δεν έπαθε ζημιά. Πού βρήκες τόσο ταλέντο; Άφησες κατανόηση, ανθρωπιά κι αγάπη κι αν οι συγκυρίες μας χώρισαν, όσο κι αν ψάχνω να βρω ξανά το άλλο μου μισό, η ύπαρξή σου και μόνο το κάνει αδύνατο.

Και να ‘μαι πάλι σε ένα γεμάτο κρεβάτι να κοιτάω στα κρυφά τις δικές σου φωτογραφίες και να ντρέπομαι που δεν μπορώ να σεβαστώ τον άνθρωπο δίπλα μου όπως του αξίζει. Ξέρω πως φταίω, ξέρω πως είμαι εγώ που κοροϊδεύω πρώτα τον εαυτό μου γιατί ο χρόνος πίσω δε γυρνά, αλλά είσαι κι εσύ αυτό το κάτι που άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου.

Ξέρω πως επιλέξαμε το χώρια. Ξέρω πως οι καταστάσεις δε μας βοήθησαν στο να είμαστε μαζί. Μα η καρδιά δεν ξεχνάει όσα έδωσες. Τόσα σιωπηλά βλέμματα που τα έλεγαν όλα. Τόσα χαμόγελα, ακόμα κι αν τα χείλη δεν κινούνταν. Εκείνες τις στιγμές που δάκρυζα κι ας ήταν τα μάτια μου στεγνά κι εκείνες που θύμωνα κι ας μη θύμωνα στ’ αλήθεια. Όλες εκείνες οι στιγμές που σ’ αγαπούσα κι ας σε αγαπάω ακόμα.

Είναι κατάρα να βρεις το ιδανικό και να το χάσεις. Κι ύστερα κάθε στιγμή ηδονής να σε κάνει να ακουμπάς ίσα-ίσα την ευτυχία, αλλά να μην την αγγίζεις πραγματικά ποτέ.

Κάπου εδώ το άλμπουμ τελειώνει, οι φωτογραφίες δίνουν τη θέση τους σε άδειες ζελατίνες κι εγώ μυρίζω για άλλη μία φορά μια ξένη μυρωδιά στο μαξιλάρι μου. Θα μου χαμογελάσει το πρωί και θα μου δώσει ένα υπέροχο φιλί για καληνύχτα, μα δε θα είναι εσύ.

Εσύ τώρα πια είσαι μια ανάμνηση, σαν αυτές που κάνουν φασαρία τις νύχτες. Είσαι ένα κομμάτι ονείρου μέσα στα χαστούκια της πραγματικότητας. Κι εγώ για άλλη μία φορά προσπαθώ να βρω κάτι αντάξιό σου. Κι αν με ρωτάς πώς καταλήγω; Με παρουσίες δίπλα μου και μια μόνιμη απουσία μέσα μου.

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη