Θέλετε να παίξουμε ένα παιχνίδι; Να δούμε και τις δύο όψεις του νομίσματος; Χωρίς φόβο. Αλήθειες θα πούμε μόνο. Με πολύ θάρρος και φυσικά ελπίζοντας πως κάποιος, κάπου θα τις δει και θα καταλάβει τι αισθανόμαστε. Αλλά ήρθε η ώρα να τις πούμε. Λέξη προς λέξη. Να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, να ξεκαθαρίσουμε τις καταστάσεις και φυσικά, να απαλύνουμε τις καρδιές μας.

Ωραία δεν είναι; Ξέρεις εσύ. Αυτό που όλα τα ρίχνουμε στον άλλον, τον κατηγορούμε και φυσικά όταν δε φταίμε σε τίποτα; Ωραία δεν είναι όταν μας έχουν πληγώσει κι εξαιτίας του θυμωμένου μας εγωισμού, της πληγωμένης καρδιάς μας, των ατελείωτων σκέψεων κι αναλύσεων που έχει κάνει το κεφάλι μας, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει να λειτουργεί, να κλείνουμε τα μάτια κι απλά να σταυρώνουμε; Να καταδικάζουμε και να βάζουμε μια τελεία τόσο απότομη που κανένας δεν μπορεί να τη σβήσει. Τη δική μας τελεία. Αυτή που μας συμφέρει και μας βολεύει. Με το έτσι θέλω, χωρίς να ρωτήσω κανέναν και τίποτα.

Πιστεύουμε ότι εφόσον εμείς είμαστε τα «θύματα», έχουμε κάθε δικαίωμα να παίζουμε πλέον το παιχνίδι των τύψεων, ελεύθερα. Χωρίς κανένα νόμο να μας εμποδίζει, απ’ το να κάνουμε το ίδιο κακό σ’ αυτούς που μας το έκαναν. Ένα παιχνίδι δύναμης, στο οποίο ξέρεις ότι μπορείς να κερδίσεις.

Κι επειδή ξέρεις ότι μόνο εκεί μπορείς να κερδίσεις, χτυπάς αλύπητα και χωρίς σταματημό. Έτσι για το γαμώτο. Για να μπορέσεις να πεις ότι η καρδούλα σου γιατρεύτηκε και πήρε πίσω αυτά που τις άξιζαν. Δίνεις στον άλλο να καταλάβει πόσο σ’ έκανε να πονέσεις και μάλιστα, προσπαθείς να το κάνεις με την παραμικρή λεπτομέρεια. Να πάρεις πίσω και την παραμικρή σταγόνα αίματος που σου ρούφηξε η προδοσία.

Αλλά κάπου έχεις κάνεις λάθος. Και κάπου εκεί ανάμεσα στα σχέδια της εκδίκησής σου, με πολύ ψιλά γράμματα, γράφει ότι αυτές οι πράξεις δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Παραδέχεσαι ότι πληγώθηκες κι επιβεβαιώνεις με κάθε δυνατό τρόπο στον άλλον ότι στα χέρια του ήσουν αδύναμος. Ότι μπορούσε να σε κάνει ό,τι θέλει. Κι ότι εσύ τον άφηνες. Γιατί αγάπησες. Αλλά κι αυτός σ’ αγάπησε, με τον δικό του τρόπο βέβαια. Κι όταν καταλάβει πόσο πόνεσες, ναι, θα στεναχωρηθεί. Αλλά το φταίξιμο δε θα είναι μόνο δικό του.

Τον άφηνες να σε πονάει, τον άφηνες να σε παίζει. Το γούσταρες κατά βάθος. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέρεις ότι μόνο στα δικά του χέρια θα είσαι πάντα αδύναμος. Γιατί ξέρεις ότι όσες σχέσεις και να κάνεις, μόνο αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορεί να σε κάνει ό,τι θέλει. Και δε θα μπορείς να πεις κουβέντα. Γιατί του ανήκεις ολοκληρωτικά. Και μην πεις όχι. Το έχεις παραδεχτεί ήδη. Ξέχασες; Τότε που είπες: «εγώ του έδωσα τα πάντα, όλο μου το είναι, αλλά αυτός με πούλησε». Άρα μην απορείς, γιατί αν δεις σφαιρικά την ιστοριούλα σας, θα το καταλάβεις κι εσύ.

Γιατί δεν έφυγες κατευθείαν; Γιατί επέμενες να πονάς απ’ αυτόν τον συγκεκριμένο; Γιατί δεν πήγες να βρεις άλλες αγάπες να σε πονέσουν, να σε κάνουν να γελάσεις και να ερωτευτείς; Γιατί έμεινες εκεί μέχρι το τέλος; Και φυσικά, όταν εννοούμε τέλος, εννοούμε μέχρι το σημείο που ο άλλος κατάλαβε καθαρά τι κακό σου προκάλεσε.

Ήθελες να τον πονέσεις κι εσύ; Έτσι αγαπάς; Τότε τι σε κάνει διαφορετικό από εκείνον; Και φυσικά δεν ήθελες να τον πονέσεις. Κανείς δε θέλεις να περάσει αυτό που πέρασες εσύ. Απλά αρκέστηκες με το γεγονός ότι θα ζήσεις λίγες στιγμές ακόμα μαζί του. Θα δοθεί μια παράταση στη σχέση σας, όποια κι αν είναι η πορεία της. Κι εσύ απλά, πάλι περίμενες. Με την ελπίδα και τη δικαιολογία σου για καραμέλα.

Ναι, είναι η άμυνά σου, το καταλαβαίνω, αλλά ήρθε ο καιρός να παραδεχθείς και μέσα σου αυτά, που τόσο καλά κρύβεις για να μην προδοθείς. Για να μη δείξεις στον άλλον ότι καθώς σε κατέστρεφε, σε έκανε σαν εκείνον. Γούσταρες τον πόνο που σου προκαλούσε όσο γούσταρες τα μάτια του όταν τα πρώτο είδες. Γούσταρες την αναμονή και τα ξενύχτια, τα χτυποκάρδια και τα γιατί όσο γούσταρες τα χείλη του, την πρώτη φορά που τα φίλησες. Αλλιώς θα έφευγες μακριά και τρέχοντας, βαθιά μέσα στο δάσος να κρυφτείς.

Αλλά μην κοροϊδευόμαστε, τα γουστάρεις όλα απ’ αυτόν, γιατί είναι ο λύκος σου. Και ξέρεις ότι πάντα θα σε βρίσκει ο λύκος σου, αν δεν κρυφτείς καλά. Το θέμα είναι, θέλεις να μη σε ξαναβρεί;

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη