Πόσο γρήγορα μπορούν ν’ αλλάξουν τα συναισθήματα; Πόσο γρήγορα μπορούν να αλλάξουν ταυτότητα και χαρακτήρα; Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο μπορούν να σε τελειώσουν και να σε κάνουν να χάσεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Εκεί που δεν το περιμένεις και φυσικά χωρίς να σε ρωτήσουν σου επιτίθενται, θέλοντας να ρουφήξουν το ίδιο το αίμα που τα γέννησε, έως και την τελευταία γουλιά. Να σε στεγνώσουν και να σε πετάξουν κάτω δίχως να τους νοιάζει τι θα απογίνεις μετά.

Αλλά έτσι είναι αυτά. Αδίστακτα και πονηρά. Τα αφήνεις να βγουν έξω και να κάνουν ό,τι θέλουν. Τ’ αφήνεις όλα τα συναισθήματά σου ελεύθερα, χωρίς να σκεφτείς ότι αν γυρίσουν και σου επιτεθούν, θα πονέσεις τόσο σαν να σου βγάζουν την καρδιά έξω απ’ το σώμα σου. Τα θέλουν όλα και με το παραπάνω. Θέλουν να ζήσουν την αγάπη, τον πόνο, τη θλίψη, τη χαρά, τη συγκίνηση, όλα στο μέγιστο βαθμό. Κι εκεί την πατάς.

Γιατί όλα είναι ρόδινα και μαγικά όταν είσαι καλά με τον άνθρωπο που θέλεις κι αγαπάς. Κι ο χωρισμός είναι υποφερτός γιατί υπάρχει κι ο εγωισμός. Όταν όμως γυρνάς το κεφάλι σου απ’ την άλλη και τους βλέπεις; Όταν εκεί που όλα είναι υπό έλεγχο στη ζωή σου -εν μέρει- και ξαφνικά βλέπεις τον άνθρωπο με τον οποίο ήσουν λίγο καιρό πριν μαζί, αλλά ακόμα για σένα δεν έχει ξεθωριάσει τίποτα μέσα σου, με άλλον αγκαλιά; Τότε, νιώθεις καθαρά τις μαχαιριές ανήμπορος να κάνεις κάτι.

Τότε λοιπόν, σταματάει ο χρόνος. Το δέρμα σου ανατριχιάζει νιώθοντας εκείνον τον άγνωστο να ακουμπάει τον δικό σου άνθρωπο. Μυρίζεις τη μυρωδιά του δίπλα του γνωρίζοντας ότι δεν κάνει καλή χημεία με τη δική του και σε ανακατεύει. Δεν μπορεί άλλωστε. Δεν είχες ξαναμυρίσει ποτέ πιο ωραία ένωση αρωμάτων απ’ τη δική σας. Τον βλέπεις να του χαμογελάει κι εκείνος να της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Στη δική σου φωλιά! Στο δικό σου κρυφό μέρος που ένιωθες ασφάλεια και κανένας δεν μπορούσε να σε βρει. Τις πιο ωραίες νύχτες σου, θυμάσαι, είχες περάσει σε εκείνο το κρησφύγετο, βλέποντας τα πιο ωραία όνειρα. Κανένα μαύρο σύννεφο από πάνω τους. Μόνο ηρεμία και γαλήνη.

Μία ακόμα μαχαιριά, σε χτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάπου κοντά στην καρδιά και σου επαναφέρει κι άλλες μνήμες πιο έντονες. Τους βλέπεις χέρι-χέρι στο δρόμο, στις φωτογραφίες. Οι καλοθελητές δε διστάζουν να σε ενημερώνουν για την ευτυχία τους. Κι εσύ μένεις μόνο με τις αναμνήσεις, μην μπορώντας να κάνεις τίποτε άλλο. Θυμάσαι. Θυμάσαι τότε που του χάιδευες το άνω βλέφαρο, απαλά και τον φιλούσες στο μάγουλο, με μία τρυφερότητα που δεν ήξερες ότι υπάρχει μέσα σου. Θυμάσαι, τότε που γελούσατε παρέα και κανένας δε έφτανε τα αστεία σας. Γιατί ήσουν εσύ, αυτός κι αυτός για σένα. Συμπληρώνατε με τον ίδιο αστείο τρόπο ο ένας τον άλλον και στο δικό σας μαγικό κόσμο δεν υπήρχαν άλλοι. Αλλά δε θέλατε κιόλας. Τι να τους κάνετε;

Δε σ’ αφήνουν τα ανόητα να ηρεμήσεις και το κεφάλι σου κοντεύει να σπάσει! Πονάει υπερβολικά πολύ από τις πολλές αναμνήσεις. Κι εκεί στερεύουν τα μάτια σου. Δεν μπορείς να κλαις άλλο που δε σου ανήκει πλέον και ανήκει σε κάποιον άλλον. Μόνο θυμάσαι. Ένας εμφύλιος εσωτερικός πόλεμος που σε διαλύει. Καταστρέφει μέσα σου όποια όμορφη ανάμνηση, η οποία παίρνει θέση από δικές σου, πλασμένες απ’ τη φαντασία σου με την παραμικρή λεπτομέρεια, σαν να ήσουν μπροστά. Μόνο που αντί για εσένα, είναι κάποιος άλλος.

Προσπαθείς να σταματήσεις να θυμάσαι. Κλείνεις τόσο δυνατά τα μάτια σου που νομίζεις ότι τυφλώνεσαι απ’ το απότομο σκοτάδι που μπήκες. Αλλά πού τέτοια τύχη; Έρχεται κατευθείαν στο μυαλό σου η ανάμνηση των κορμιών σας ενωμένων, η αίσθηση των χειλιών του πάνω στο δέρμα σου και τα υγρά φιλιά που δρόσιζαν τη μεγάλη θερμοκρασία του κορμιού σου. Θυμάσαι το λόγια που σου ψιθύριζε στο αυτί, τα «σ’ αγαπάω» που αν και ψιθυριστά, ένιωθες ότι ακούγονταν μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Τα «είμαι για πάντα δικός σου» που ήθελες απεγνωσμένα ν’ ακούς κάθε φορά, μόνο από εκείνον. Για να επιβεβαιώνεις μέσα σου, ότι όπου κι αν είσαι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος, είναι, ήταν και θα είναι για πάντα δικός σου. Πάντα να σε νοιάζεται και να είναι εκεί για σένα, να πέσει μπροστά από μία σφαίρα για να σε σώσει! Αλλά τώρα είναι κάποιου άλλου και δε σου ανήκει πλέον. Κι εκείνη τη στιγμή, ανοίγεις τα μάτια και εύχεσαι να είχες όντως τυφλωθεί.

Δε σε χωράει ο τόπος κι η καρδιά σου χτυπάει τόσο δυνατά, πιο δυνατά κι απ’ το πρώτο σας φιλί. Είτε στον ύπνο σου, είτε στον ξύπνιο σου τον βλέπεις μπροστά σου. Κι εκεί που κάποτε έβλεπες εσένα δίπλα του, τώρα βλέπεις τη μορφή κάποιου άλλου. Βλέπεις τη μορφή ενός αγνώστου να κάνει ακριβώς αυτά που του έκανες εσύ. Λες κι ολόκληρο το σύμπαν σε κοροϊδεύει. Αλλά είναι η αλήθεια. Ο άνθρωπός σου προχώρησε τη ζωή του κι είναι καλά.

Έχασες τον άνθρωπό σου, τη φωλιά σου, το κρησφύγετό σου. Και τώρα κάποιος άλλος κρύβεται σ’ αυτήν την αγκαλιά που τόσο λατρεύεις. Κάποιος άλλος μυρίζει αυτή τη μυρωδιά που εσύ δεν μπορείς να ξεχάσεις. Κάποιος άλλος φιλάει τα χείλη που σε λύτρωναν. Αποδέξου το. Ό,τι και να έγινε, τον έχασες. Σταμάτα να θυμάσαι πια! Κλείσε τα μάτια και για μία φορά κοιμήσου κατευθείαν, χωρίς να αφήνεις τα φαντάσματά σου να σε πολεμούν. Ο άνθρωπός σου έφυγε κι είναι καλά. Δεν ήρθε η ώρα να προσπαθήσεις να γίνεις κι εσύ;

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη