«Άνοιξε, είμαι κάτω».  Κι έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει απάντηση. Αυτή ήταν η γνωστή φράση. Ήταν και πάλι εκεί. Στολισμένος, με το άρωμά του να σου σπάει τη μύτη, έτοιμος για μια ακόμη έξοδο με τα φιλαράκια. Ήταν Τρίτη. Οι μέρες δεν έχουν καμιά σημασία για τους φοιτητές. Ανοίγει η πόρτα, ανεβαίνει, μπαίνει στο διαμέρισμα του κολλητού του.

– Που ’σαι, ρε μαλάκα; Άργησες.

– Τι θα πιούμε;

Η ίδια, πάντα, κλασική ερώτηση. Η μόνιμη έγνοια. Αυτό έκαναν. Μαζεύονταν πάντα νωρίτερα, πριν το club για να πιουν. Πάλι καλά που δεν οδηγούσαν. Φοιτητής στην Αθήνα σημαίνει, πίνεις κι έχεις και τη δυνατότητα να κινηθείς. Ήταν πέντε μαντράχαλοι κι αυτός είχε φτάσει παραδοσιακά τελευταίος.

– Βάλε ό,τι θες, εμείς πίνουμε ουίσκι.

– Βάλε μου κι εμένα.

– Μωρέ δεν πας καλά, βάλε μόνος σου.

– Είσαι και πολύ μαλάκας όμως.

Κάπνιζαν κι οι πέντε.  Κανείς δεν έκανε τον κόπο να βγει στη βεράντα. Εξάλλου, δεν ήταν τόσο ευχάριστο αν αναλογιστείς το κρύο. Άνοιγαν λιγάκι το παράθυρο ίσα που να φεύγει η μυρωδιά.

Ήταν όλοι τους καλά παιδιά και καλοί φοιτητές. Αυτός όμως ήταν ξεχωριστός. Κάτι μέσα του, τον διαφοροποιούσε απ’ τους υπόλοιπους. Ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε άλλοτε να είναι άψογα η ψυχή της παρέας, κι άλλοτε να είναι ο πιο ψυχικά υποτονικός κι αμίλητος.

Έβαλε κι αυτός το ουισκάκι του. Τη δεδομένη στιγμή, ήταν πράγματι η ψυχή της παρέας. Είχε αρχίσει τα πειράγματα χωρίς καθυστέρηση. Και δώσ’ του τα «Στην υγειά μας», δώσ’ του οι μουσικές. Η όρεξή του ήταν τέτοιας έντασης που μπορούσε εύκολα να πείσει τους υπόλοιπους πως μόλις είχε ξυπνήσει. Στην πραγματικότητα είχε ξυπνήσει νωρίς το πρωί κι είχε περάσει αρκετές ζόρικες ώρες στη σχολή. Όμως όταν ερχόταν η ώρα της εξόδου, του έφευγαν όλα.

 Ήξερε να ζει τις στιγμές του, τη νιότη του. Οι φίλοι του ήταν πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν. Ήταν η οικογένειά του στη χαοτική πόλη κι ήτανε περήφανος γι’ αυτό. Τους αγαπούσε και το έδειχνε με αποτέλεσμα να νιώθουν κι εκείνοι το ίδιο.

– Καλά ρε, πού τη βρίσκεις τόση όρεξη;

– Την κουβαλάω μέσα μου, υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Cheers.

Την κουβαλούσε όντως μέσα του. Και παρέσερνε τους άλλους στο να τον ακολουθούν σ’ αυτό το ρυθμό. Τα κατάφερνε. Ήξερε πώς να ηγείται της παρέας. Αυτό έκανε και τώρα

– Σηκωθείτε, είναι 23:30. Πάμε να προλάβουμε το μετρό. Δεν έχω καμία όρεξη να παίρνω ταξί.

– Γκάζι θα πάμε;

– Έχεις  να προτείνεις κάτι άλλο;

– Καλά, μια κουβέντα είπα.

Έτσι κι έγινε. Σηκώθηκαν όλοι κι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Έβαλαν παλτά, τυλιχτήκαν κασκόλ κι έξω απ’ την πόρτα.

Περπατούσαν προς το σταθμό της Πανόρμου. Στη διαδρομή άναψαν τσιγάρο. Τα καφέ ήταν ακόμη γεμάτα. Άρχισαν να συζητάνε για τα προβλήματα του ενός με την κοπέλα του. Αυτός δε μιλούσε. Βαριότανε. Μόνο βάζιδε τραγουδώντας. Η διάθεσή του ήταν πάρα πολύ καλή για να ασχολείται με τέτοια πράγματα αυτή την ώρα. Εξάλλου, ήταν ο μόνος που δεν είχε σχέση. Του ήταν πραγματικά κουραστικό να ασχολείται συνεχώς με όλα αυτά. Ήταν εκείνος που θυμόντουσαν όλοι να πάρουν τηλέφωνο για συμβουλές. Του την έσπαγε.

Φτάνουν. Ίσα που πρόλαβαν. Το τελευταίο τρένο θα έφευγε σε 2 λεπτά. Ενώ στεκόντουσαν, μία κοπέλα τον πλησιάζει.

– Έχεις ώρα;

– Εμ ναι, ναι έχω.

– Λοιπόν;

– Είναι 00:03.

– Σ’ ευχαριστώ.

Ακούγεται τότε ο θόρυβος από το τρένο που πλησιάζει. Γι’ ακόμη μια φορά δεν τα κατάφεραν να σταθούν σε σωστή θέση. Η πόρτα πέρασε από μπροστά τους μα δε σταμάτησε. Η κοπέλα μπαίνει στο συρμό. Ακολουθεί κι αυτός. Τον ακολουθούν κι οι άλλοι. Οι άδειες θέσεις είναι μπόλικες τέτοια ώρα. Κάθονται κι οι 5. Κάθεται κι η κοπέλα απέναντι. Ο συρμός αναχωρεί.

Κανείς απ’ τους υπόλοιπους δε μιλούσε εκείνη τη στιγμή. Είχαν σκύψει όλοι πάνω στα κινητά τους κι απλά περίμεναν να φτάσουν. Αυτός είχε καρφώθει επάνω της. Την παρακολουθούσε να κάθεται και να χαζεύει. Εκείνη δεν τον έβλεπε. Δεν ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα γι’ αυτόν. Το είχε πάθει πολλές φορές. Έβλεπε κάποια που του άρεσε κι έμενε να την κοιτάζει μέχρι να εξαφανιστεί. Δε μίλαγε ποτέ ούτε έκανε κάτι για να τον προσέξουν. Αυτή όμως ήταν αλλιώτικη. Του είχε κάνει υπερβολική εντύπωση.

Δύο απ’ τους φίλους του παρατήρησαν τη φάση και σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους. «Δες, πάλι αποβλακώθηκε αυτός». «Δε θα το ξεπεράσει ποτέ». Τότε ακούστηκε κι η ανακοίνωση. «Επόμενη στάση, Μοναστηράκι». Η κοπέλα σηκώνεται. Θα κατέβαινε προφανώς. Πάει και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή. Ήταν αυτός. Πίσω της. Να στέκεται και να της απευθύνει το λόγο.

– Εμ, συγγνώμη;

– Ναι;

– Ε, σου, σου πέσανε τα κλειδιά σου.

Οι φίλοι του έμειναν να τον κοιτούν. Όντως μίλησε; Απίστευτο.

– Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Πραγματικά. Θα τρελαινόμουν αν τα έχανα. Σ’ ευχαριστώ ε;

– Δεν κάνει τίποτα. Είμαι ο Φώτης.

– Ναταλία, χάρηκα.

Μετά απ’ αυτό άφησαν όλοι τα κινητά. Παρακολουθούσαν το φίλο τους, που μόλις είχε κάνει μια κίνηση που δεν τους είχε συνηθίσει.

Ο Φώτης ήταν δυναμικό αγόρι. Κοινωνικός, ευχάριστος, ήξερε να μιλήσει και να συμπεριφερθεί. Μονάχα να κολλήσει δεν ήξερε. Ήταν ένας συνδυασμός φόβου, ανασφάλειας, κόμπλεξ. Ίσως να ήταν χέστης. Το βέβαιο ήταν ότι πάντοτε κόμπλαρε με τις γκόμενες. Γι’ αυτό και τώρα προκάλεσε το ξάφνιασμα των φίλων του.

Ο συρμός σταματά. Μοναστηράκι. Η Ναταλία γυρίζει στο μέρος του. «Και πάλι ευχαριστώ, Φώτη». Τότε του σκάει ένα χαμόγελο, τόσο φωτεινό, τόσο πηγαίο. Τον έστειλε. Μέχρι να σκεφτεί να απαντήσει αυτός, αυτή έχει ήδη φύγει. Την έχασε. Η ιστορία επαναλήφθηκε γι’ ακόμη μια φορά. Μένει όρθιος, ασάλευτος κι ανέκφραστος να τη βλέπει να απομακρύνεται. Οι πόρτες κλείνουν. «Επόμενη στάση, Κεραμεικός».

 

Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Παύλος Πήττας