Η ανεβασμένη διάθεση που είχε προηγουμένως είχε πια χαθεί. Ήταν σαν να του βγήκε μαζεμένη όλη η κούραση της ημέρας. Δε μίλαγε πια. Ο Φώτης βρισκόταν μέσα στο club με το ζόρι. Γύρω από ένα τραπεζάκι με τους φίλους του να χορεύουν ξέφρενα και να πίνουν. Εκείνος ήταν ακίνητος. Στεκόταν σαν ένα άγαλμα με κατσουφιασμένο πρόσωπο ανάμεσα σε μια μάζα ανθρώπων που διαρκώς κινούνταν.

Η μουσική είχε γίνει πλέον ενοχλητική και τ’ αυτιά του βούιζαν. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι του. Οι φίλοι του τον έβλεπαν μα δεν έλεγαν τίποτα, δε σχολίασαν το παραμικρό. Τον αγνοούσαν και συνέχισαν να διασκεδάζουν. «Δε θα χαλάσουμε εμείς τη διασκέδασή μας γιατί αυτός είναι πάλι με τις παραξενιές του». Τόσο απλά.

Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε το φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Είχε ξεχάσει να τραβήξει την κουρτίνα πριν κοιμηθεί. Ήταν 12:30. Είχε μάθημα η ώρα 12:00 , αλλά πού μυαλό για ξυπνητήρια το προηγούμενο βράδυ. «Δε γαμιέται». Ανάβει την καφετιέρα, στρίβει κι ένα τσιγάρο και κάθεται στον καναπέ.

Το απόγευμα είχαν δώσει ραντεβού με τα παιδιά σε ένα καφέ στους Αμπελόκηπους. Δε θα τον χαλούσε να μην πήγαινε. Είναι και κάποιες μέρες που απλά δε θες να κάνεις τίποτα, θέλεις να είσαι αδρανής και ξαπλωμένος για ώρες. Μια τέτοια μέρα ήταν κι αυτή η Τετάρτη για τον Φώτη. Πήγε όμως να τους βρει. Τι το ’θελε; Στην πολλή ώρα που δε μίλαγε άρχισαν οι νύξεις.

– Τι έγινε Φωτάκο, τι πάθαμε;

– Τίποτα ρε, καλά είμαι.

– Το βλέπω. Φαίνεται. Μίλα ρε. Τι έγινε; Για εκείνη την γκόμενα χθες βράδυ κάνεις έτσι;

– Όχι, πώς σου ’ρθε; Πού τη θυμήθηκες;

Η ίδια πάντα άμυνα. Η εκούσια «αμνησία». Όλοι το κάνουν αυτό. Όταν δεν τους συμφέρει κάνουν πως τα ξέχασαν όλα. Αυτός θυμόταν όμως πολύ καλά. Κι όχι. Δεν ήταν η γκόμενα το πρόβλημά του. Δεν ήταν η Ναταλία που τον οδήγησε στην κατάπτωση που είναι τώρα. Αυτή τι; Τι έκανε; Τίποτα. Δεν ήταν αυτή το πρόβλημα. Ήτανε όμως η αφορμή. Κι η συζήτηση συνεχίζεται.

– Βρε Φώτη μου, πες μας. Γιατί δε μας λες; Σε μας, τα αδέλφια σου ρε. Τι συμβαίνει;

– Τίποτα. Γίνεται να σταματήσουμε τη συζήτηση; Ας πούμε κάτι άλλο. Διαβάσατε καθόλου για την πρόοδο της επόμενης βδομάδας;

– Ποιος τη χέζει την πρόοδο. Μίλα. Ρε πόσες φορές να στο πούμε; Μην κάνεις πια σαν παιδί. Όποτε δεις θηλυκό να κινείται, διακτινίζεσαι 10 χιλιόμετρα πιο πέρα. Μα επιτέλους.

– Κόψ’ το!

– Τι να σου πω; Μείνε αγάμητος.

Δεν άντεχε να ακούει άλλο. Δεν ήταν στο mood που θα χρειαζόταν για χιουμοράκι και τα σχετικά. Δεν είναι όλες οι στιγμές ούτε όλες οι ώρες οι ίδιες. Ακόμη κι αν ήξερε πως ό,τι του έλεγαν ήταν από αγάπη κι ενδιαφέρον, δεν άντεχε. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη συζήτηση γιατί πραγματικά τον ενοχλούσε. Σηκώθηκε, φόρεσε τα γυαλιά ηλίου του, άφησε χρήματα στο τραπέζι κι αποχώρησε. «Έφυγα, θα σας πάρω εγώ, τα λέμε».

Δεν επέστρεψε σπίτι. Πήρε τα πόδια του και περπατούσε μόνος. Ο δρόμος τον οδήγησε στο Λυκαβηττό. Περπατούσε μισή ώρα. Και να τον, στην κορυφή της Αθήνας την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Καθόταν ολομόναχος να βλέπει κάτω την κίνηση, τα φώτα που άναβαν σιγά σιγά, την Ακρόπολη να φωτίζεται και στο βάθος τη θάλασσα να σκοτεινιάζει και να χάνει το μπλε χρώμα της.

Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Τον πήρε το παράπονο. Τι του ‘λειπε; Πραγματικά δεν του έλειπε τίποτα σημαντικό. Έναν φόβο είχε κι αυτός τον κυνηγούσε συνέχεια. Σ’ έναν κόσμο που τα περισσότερα προβλήματα που έχουμε είναι στο μυαλό μας, ο Φώτης είχε αυτό. Δεν μπορούσε να το αποτινάξει. Έτσι του έβγαινε. Όταν ήτανε να φλερτάρει κάποια για την πλάκα του, ήταν άψογος. Όταν κάποια κοπέλα του έκανε κλικ ή όταν πεταλούδες εισέβαλαν απροειδοποίητα στο στομάχι του, κώλωνε. Κώλωνε κι αποχωρούσε. Όπως είχε κάνει πριν από λίγο στο καφέ. Είχε ένα θεματάκι με τον εαυτό του που δεν ήξερε πως να το λύσει κι η Ναταλία του το θύμισε για τα καλά.

– Μας βγάζεις μία φωτογραφία σε παρακαλώ;

Γύρισε ξαφνιασμένος. Είχε τόσο απορροφηθεί στις σκέψεις του που έκανε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει τι του είπαν. Ήταν ένας τουρίστας.

– Ναι βέβαια, να σας βγάλω.

Τράβηξε τη φωτογραφία κι έφυγε. Είχε πια νυχτώσει. Ήταν πολύ τυχερός που βρήκε τυχαία ένα ταξί εκεί να τον πάει σπίτι.

Έκλεισε την πόρτα και πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι του καθιστικού. Έβγαλε τα παπούτσια, άνοιξε το ψυγείο, πήρε μία μπίρα, κάθισε στον καναπέ κι έστριψε τσιγάρο.

Μετά από πολλές μπίρες και πολλά τσιγάρα σηκώνεται αποφασισμένος. Βάζει παπούτσια, παλτό, παίρνει τα κλειδιά του, βγαίνει απ’ το διαμέρισμα και χτυπά απότομα την πόρτα πίσω του. Βαδίζει γοργά χωρίς να βλέπει γύρω του. Αν κάποιος έβλεπε το πρόσωπό του εκείνη τη στιγμή σίγουρα θα τον πέρναγε για σαλεμένο.

Φτάνει στο σταθμό της Πανόρμου. Ανάβει τσιγάρο. Η ώρα ήταν 23:30. Έμεινε εκεί να περιμένει μία ολόκληρη ώρα. Κλείδωσαν το σταθμό και μετά πήρε την απόφαση να φύγει. Ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί ήταν εκεί. Για τη Ναταλία; Δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Ίσως ήθελε να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον φόβο του. Πάντα τον έβρισκε απροετοίμαστο και τον ακινητοποιούσε, τον παρέλυε. Τώρα ήθελε να είναι προετοιμασμένος για κάτι που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να προσδιορίσει.

Όλα γύρω άρχισαν να ερημώνουν. Έκατσε σ’ ένα παγκάκι κι έσκυψε το πρόσωπό του. Θα έβλεπε το πάτωμα σίγουρα για κάνα δεκάλεπτο. Σε μια φάση μετά σηκώνεται κι αρχίζει να ψιθυρίζει μέχρι που ο ψίθυρος έγινε κραυγή: «Τι κάνω;».

Έπειτα πήρε το δρόμο του γυρισμού.

 

Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη;

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας