Όταν η Στέλλα άνοιξε την πόρτα για να μπει, έφερε μέσα στο σπίτι μια μεγάλη ποσότητα φρέσκου παγωμένου αέρα. Αν κι η κύρια είσοδος της πολυκατοικίας απείχε δύο ορόφους απ’ την είσοδο του σπιτιού, το κρύο ρεύμα που έκαναν μεταξύ τους σάρωσε ολόκληρη την ατμόσφαιρα του σαλονιού σε δευτερόλεπτα.

Αυτό ήταν που την έκανε να πάρει μια κοφτή, σχεδόν κλεμμένη ανάσα, μέχρι να κλειδώσει την είσοδο του σπιτιού, αφού μπήκε. Η ίδια νόμιζε ότι ήταν απλώς απ’ το λαχάνιασμα στις σκάλες, γιατί πάλι δεν πήρε το ασανσέρ. Πριν προλάβει να κοιτάξει οτιδήποτε μες στο σπίτι ακούστηκε από κάτω ένας μονοκόμματος δυνατός θόρυβος σαν να προσγείωσε κάποιος μια τεράστια σφαλιάρα στο πρόσωπο ενός παχουλού γίγαντα. «Η κύρια είσοδος, θα έκλεισε απ’ τον αέρα», σκέφτηκε σχεδόν αδιάφορα, συνειδητοποιώντας ότι από όλα όσα μπορούσε να βγει απ’ έξω είχαν πάντα μικρή απόσταση μεταξύ τους.

«Εκείνος ο χειμώνας του ’96 ήταν ο πιο βαρύς εδώ και μια δεκαετία» θα διηγούνταν μετά από χρόνια με το ίδιο αδιάφορο ύφος, πάνω από ποτά νερωμένα, τσιγάρα στριφτά και συνομιλητές εξίσου αδιάφορους. Η Στέλλα το είχε εκπαιδεύσει το ύφος. Ο χρόνος τη βοήθησε να το ομορφαίνει στις γωνιές και να το εμπλουτίζει στο κέντρο έτσι ώστε το πρόσωπό της να μη μαρτυράει ποτέ τι της έκαναν τα περασμένα. Οι συνομιλητές, όμως, ήταν αυθόρμητα αδιάφοροι.

Το βλέμμα της κάνοντας έναν γύρο στο σπίτι δεν αντίκρισε κάτι ασυνήθιστο. Όλα ήταν στη θέση τους. Μόνο που δεν ήταν. Τα περισσότερα φώτα ήταν σβηστά έκτος απ’ του μπάνιου κι η μαμά της δεν ήταν στη γνωστή της θέση. Στο σαλόνι, κουλουριασμένη στον καναπέ. Όσο η Στέλλα προσπαθούσε να συνηθίσει τα μάτια της στο ημίφως, άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι ούτε η γιαγιά της ήταν στη γνωστή της θέση.

Για λίγο, ο εφηβικός αντάρτης νους της σκέφτηκε: «Καλύτερα που δεν είναι κανείς εδώ, να βρω λίγο την ησυχία μου» όμως αντανακλαστικά το λογικό κομμάτι του εγκεφάλου της επικράτησε αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα για το πού μπορεί να πήγαν, γιατί είχε τόσο λίγο φως το σπίτι κι άλλα πολλά που πλήθαιναν.

Παράλληλα, προσπαθούσε να συνηθίσει τα μάτια της στο φως που είχε ανάψει τώρα. Με το δάχτυλο ακόμα στο διακόπτη, ενστικτωδώς το υπόλοιπο σώμα της βγήκε μπροστά και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο που ήταν ακόμα η πιο φωτεινή μεριά του σπιτιού.

Η Ελένη ήταν πεσμένη στο πάτωμα. Τα κρύα πλακάκια μετρούσαν τους σφυγμούς της που όσο περνούσε η ώρα εξασθενούσαν, ενώ μάζευαν όση ζεστασιά περίσσευε απ’ το σώμα της. Ήταν λιπόθυμη ώρα και σχεδόν αναίσθητη παραμιλούσε. Η Στέλλα πρόλαβε να πει μόνο ένα «Μαμά» απαγορεύοντας στον εαυτό της οποιαδήποτε άλλη αντίδραση εκτός από αυτή που υπαγορεύει η λογική. Να καλέσει βοήθεια.

Αυτή την ιδιότητα δε χρειάστηκε ποτέ να την εκπαιδεύσει. Κάποια πράγματα τα κάνει ο οργανισμός από μόνος του για να μην πέφτει όλη η χαμαλοδουλειά σε μας. Ώσπου να φτάσει στο σταθερό τηλέφωνο, είχε πλέον σιγουρευτεί ότι η γιαγιά ήταν στο σπίτι της κι ένιωσε ανακούφιση γι’ αυτό μια στιγμή σαν εκείνη.

Πήρε τον φίλο της τον Νίκο που ήταν προηγουμένως μαζί για καφέ. Ώσπου να ‘ρθει χτύπησε και στη γειτόνισσα δίπλα, η οποία τη συμβούλεψε να τη γυρίσει στο πλάι για να μην πάθει αναρρόφηση. Η Ελένη ακόμα παραμιλούσε, όμως, η Στέλλα είχε μπλοκάρει όλους τους υπόλοιπους ήχους κάνοντας χώρο μόνο σε αυτόν της σειρήνας του ασθενοφόρου, απ’ τη στιγμή που ο Νίκος έφυγε. Λειτουργούσε σαν κάποιος πολύ βαθιά μέσα στο γρανάζι του εγκεφάλου της να της έδινε εντολές, τις οποίες εκτελούσε κατά γράμμα σαν καλολαδωμένη μηχανή.

Μόνο όταν οι πόρτες του ασθενοφόρου έκλεισαν αποφασιστικά κι έβγαλε μια μακριά, παχιά, ζεστή ανάσα κατάλαβε ότι ήταν θέμα χρόνου να γίνει αυτό. Το χνώτο της έπεσε ολόκληρο πάνω στο πρόσωπο του γιατρού όσο τη ρωτούσε αν επρόκειτο για απόπειρα αυτοκτονίας. Η Στέλλα είπε μόνο «Όχι» όμως ο γιατρός κατάλαβε περισσότερες λέξεις από αυτή τη μία που ξεστόμισε.

Στη δεύτερη μακριά ανάσα, οι μύες της είχαν χαλαρώσει κι ένιωθε τις αρθρώσεις των δαχτύλων της ασυναίσθητα να αισθάνονται αυτές των χεριών της μητέρας της όσο άκουγε τις δικές της λέξεις. Ανάμεσα στα γνώριμα πια κοσμητικά επίθετα για τον πατέρα που τους παράτησε, για τη ζωή που τους έκλεψε και για το κακό που τους έκανε, η Στέλλα νόμιζε ότι άκουγε τη μητέρα της να λέει απευθυνόμενη σε ‘κείνη προσωπικά: «Κρατήσου από μένα, μην πέσεις κι εσύ», σφίγγοντας τα κρύα χέρια της ανάμεσα στις πιο κρύες δικές της παλάμες.

Ένας ακάλεστος λυγμός σκίασε για λίγο το γρανάζι που την είχε βοηθήσει να τα καταφέρει ως εδώ, παρηγορώντας την όσο ανέβαινε στα μάτια της, με τα δικά του λόγια: «Ξέρω. Προσπαθείς. Προσπαθείς να παλέψεις ενώ θες να πετάξεις έξω από δω. Το ξέρω.»

Όμως ρούφηξε τη μύτη της κι ενώ το σάλιο που κατάπιε της φαινόταν πικρό για λίγο ανακουφίστηκε που οι εντολές της μηχανής επικράτησαν και πάλι όλων των άλλων. Βρισκόταν στον Ερυθρό Σταυρό και απ’ τις κινήσεις και τα λόγια των γιατρών μεταξύ τους μπορούσε να καταλάβει ότι δε θα πέθαινε. Αφού αυτό το ενδεχόμενο αποκλείστηκε με το υπόκωφο παραλήρημα της μητέρας της στο ένα αφτί και την κίνηση του νοσοκομείου στο άλλο, η Στέλλα είπε στον εαυτό της : «Ήταν απλά λίγο παραπάνω ουίσκι με ηρεμιστικά. Ένα συνηθισμένο απόγευμα, δηλαδή, που απλά ξέφυγε λίγο. Τίποτα παραπάνω. Θα το ξεχάσουμε κι αυτό όπως κι όλα τα άλλα».

Ύστερα ακούμπησε πίσω στον τοίχο του διαδρόμου αναμονής χαλαρώνοντας κι άλλο τους ώμους της. Ένιωθε ότι οι λέξεις που έλεγε στον εαυτό της άδειαζαν όλες τις άλλες από νόημα. Τις μετέτρεπαν σε δευτερεύοντα βοηθητικά όργανα που στέκονται στα χείλια μόνο για να εκπνεύσεις, να ολοκληρώσεις τη διαδικασία της αναπνοής και τίποτα παραπάνω.

Όμως ούτε κι όλα τα άλλα τα είχαν ξεχάσει κι αιωρούνταν ακόμα στους λευκούς τοίχους του νοσοκομείου, γινόμενα ορατά απ’ τις αντανακλάσεις των παραθύρων. Τη γέννησή της μια καυτή μέρα του Αυγούστου του 1980, τα παιδικά χρόνια που είχαν περισσότερα χρώματα κι από πανί κινηματογράφου, τον καπετάνιο μπαμπά Πέτρο που δεν της χαλούσε χατίρι. Το ιδιωτικό ακριβό σχολείο, τους πλούσιους συμμαθητές και τις ακόμα πιο πλούσιες συνήθειες. Τη συνέχιση της εκπαίδευσής της σε δημόσιο. Τα καλοκαίρια στην Κεφαλονιά και τα άλμπουμ των οικογενειακών φωτογραφιών που θα ζήλευε κι η πιο ευφάνταστη διαφήμιση οικιακού εξοπλισμού. Τα ταξίδια του μπαμπά στα λιμάνια όλου του κόσμου και την αναμονή της μαμάς να γυρίσει σαν να ζούσε μόνο για να του αδειάσει τις βαλίτσες, μέχρι να του της ξαναγεμίσει για το επόμενο ταξίδι.

Τα περίεργα πράγματα που συνέβαιναν πάντα τη νύχτα ανάμεσα σε αποκοιμισμένους λήθαργους και ροχαλητά. Ένα βάζο να σπάει, βήματα να ακούγονται από μακριά. Τη γιαγιά που δε φερόταν μέλος οικογένειας. Τη νεφελώδη ανάμνηση από πατρική φιγούρα όσο ο μπαμπάς ταξίδευε και την πιο έντονη όσο μεγάλωνε σαν να σηκωνόταν αυτό το σύννεφο ομίχλης δίνοντάς της ένα είδος όρασης που ανίχνευε το επικίνδυνο έδαφος χωρίς να δημιουργεί εχθρούς. Μαχητικό αεροσκάφος σε καιρό ειρήνης. Τα ερωτικά σκιρτήματα που ήταν ακόμα πρώτα κι όσα θα ακολουθούσαν. Τις άλλες γυναίκες του μπαμπά και την αδυναμία της μαμάς να τον αντικαταστήσει.

Όσα δεν ξεχάστηκαν γιατί δε γινόταν. Γιατί είναι μέρος της ζωής. Αυτής που πέρασε κι αυτής που θα ‘ρθει. Θα συμβεί γιατί έτσι γίνεται με αυτήν. Συμβαίνει. Χωρίς να υπακούει ποτέ σε εντολές καμίας καλολαδωμένης μηχανής, έστω κι αν η εντολή δόθηκε από αυτόν τον ίδιο που τη ζει.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη