Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Πραγματικά έλαμπαν κι οι δύο εξωτερικά. Εσωτερικά, μονό αυτοί οι δύο ήξεραν την αλήθεια. Το εστιατόριο έπαιζε τζαζ  και τα κεριά διασκορπισμένα παντού, έδιναν μια αίσθηση ρομάντζου. Ο Αλκιβιάδης κοιτούσε μαγεμένος την Έλενα ενώ εκείνη άρχισε να μη νιώθει πολύ καλά και του χαμογελούσε από αμηχανία. Σκέφτηκε «Τι κάνω εγώ εδώ;» και ντράπηκε, λες κι έκανε κάτι κακό. Σηκώθηκε αμέσως απ’ την καρέκλα ενώ ήταν φανερή η σύγχυσή της κι είπε στον Αλκιβιάδη «Πρέπει να φύγω αμέσως, με συγχωρείς». Ο καημένος Αλκιβιάδης την κοίταζε και δεν πίστευε αυτό που του συνέβαινε.

Μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και άρχισε να τρέχει λες και κάποιος την κυνηγούσε. Ξαφνικά, πέφτει πάνω σε ένα ζευγάρι που εκείνη την ώρα μάλωνε λίγο πιο κάτω απ’ το εστιατόριο. Ήταν εκείνος. Ο Άγγελος. «Κορίτσι μου, τρελάθηκες;» της αποκρίθηκε η κοπέλα του Άγγελου με νεύρα. Εκείνη τον κοίταξε κι άρχισε να τρέχει κλαίγοντας προς το άγνωστο.

Δεν το πίστευε. Ήταν εκείνος, ήταν εκείνος μπροστά της ζωντανός μετά από τόσο καιρό. Μετά τον χωρισμό τους δεν τον ξαναείδε ποτέ. Κρύφτηκε πίσω από μία εκκλησία κι άρχισε να κλαίει και να τρέμει ολόκληρη απ’ το ξαφνικό γεγονός. Τον αγαπούσε σε σημείο τρέλας τον Άγγελο. Αυτός μάλιστα ήταν κι ο λόγος που παράτησε τον Αλκιβιάδη πίσω στο εστιατόριο και το έσκασε. Ποιον κορόιδευε; Κανέναν άλλο εκτός απ’ τον εαυτό της. Η μεγάλη της τρέλα ήταν ο άνθρωπος που πριν λίγα λεπτά έπεσε πάνω του. Τον θυμήθηκε. Ζωντάνεψαν όλα ξανά, όχι ότι έσβησαν ποτέ, κι ενσαρκώθηκαν μπροστά στα μάτια της τα όνειρα που έβλεπε κάθε βράδυ.

Έμεινε καθισμένη σε ένα παγκάκι με σκυμμένο το κεφάλι στο πάτωμα κι έκλαιγε για τη ζωή που της είχε χαρίσει η μοίρα. Τόσος πόνος, τόσα δάκρυα για έναν άνθρωπο, που στα μάτια της έμοιαζε με Θεό. Άκουσε βήματα, αλλά δεν έδωσε σημασία ούτε σήκωσε το κεφάλι της. Δεν ήθελε να τη δει κανείς στην κατάσταση που βρισκόταν εκείνη την ώρα, ήθελε να μείνει μόνη, παρέα με τον διαλυμένο της από τον έρωτα εαυτό.

Κάποιος έκατσε δίπλα της. Εκείνη δεν του έδωσε σημασία μέχρι που της χάιδεψε την πλάτη. Ένιωσε περίεργα με αυτό το άγγιγμα και ταρακουνήθηκε απ’ τη θέση της μέχρι που αντίκρισε τα μάτια του. Δίπλα της ήταν ο Άγγελος, η αγάπη της ζωής της. «Την άφησα για πάντα» της είπε. Δε μίλησε κανείς, έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια για αρκετή ώρα. Ήταν ιεροτελεστία για εκείνους, ένιωθαν ακριβώς το ίδιο. Έξαψη κι αγάπη. Δεν είχε φύγει ποτέ από μέσα τους. Μα φεύγει ποτέ η αγάπη άλλωστε όταν δύο άτομα αγαπηθούν αληθινά και ζήσουν το όνειρο του απόλυτου;

Άρχισαν να τρέχουν τα μάτια τους και να τρέμει ο ένας στη θέα του άλλου. « Σ’αγαπάω ρε γαμώτο. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Γεννηθήκαμε για να ζήσουμε μαζί μια αιωνιότητα και να πεθάνουμε μαζί. Όλα μαζί. Είσαι το πεπρωμένο μου, Έλενα, είσαι το σπίτι μου, η οικογένειά μου. Καμία δεν ήταν σαν εσένα, με καμία δεν ένιωσα πάθος κι έλξη. Δεν είναι ποτέ αργά για να είμαστε εμείς οι δύο μαζί. Με ακούς; Ό,τι κι αν έγινε δεν είναι αργά αν αγαπιόμαστε! Θα ξεκινήσουμε απ’ την αρχή και δε θα σε ξαναφήσω ποτέ να φύγεις. Σε λατρεύω, σε αγαπάω πιο πολύ απ’ τη ζωή μου, είναι αλήθεια.» Της φώναζε μέσα στην ερημιά και την κοίταζε έτσι όπως την κοιτούσε παλιά.

Τον έπιασε και τον φίλησε μετά από τόσο καιρό κι ένιωσε ότι πια δεν της έλειπε τίποτα και κανένα κενό δεν υπήρχε μέσα της. Τον αγαπούσε περισσότερο κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό, ό,τι κι αν έγινε στο παρελθόν. Όλα μπορούσαν να φτιάξουν εφόσον υπήρχε ακόμη αγάπη. Του ψιθύρισε στο αφτί«Μωρό μου, μήπως ονειρεύομαι; Ελπίζω να μην είναι όνειρο. Πεθαίνω για να το ξαναζήσω» κι άρχισαν να γελούν. «Με αγαπάς ακόμα;» τη ρώτησε. «Γιατί σταμάτησα ποτέ να σε αγαπάω ζωή μου; Θα σταματούσα να σε αγαπάω; Ποτέ. Δεν υπήρξε στιγμή που να μη σε αγαπούσα τόσο καιρό. Δεν υπήρχε μέρα που δε σε σκέφτηκα και δεν κοιμήθηκα αγκαλιά με τη φωτογραφία σου. Είσαι ο έρωτας της ζωής μου.» του απάντησε. Κι εκείνος χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που ζούσε.

Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε ψηλά.Ήταν μαγεία. «Πάμε σπίτι» του είπε και του έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Έφτασαν στο διαμέρισμα της Έλενας, που τόσο καιρό υπήρχε ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους πόνος και θλίψη και το γέμισαν πάλι με έρωτα όλη τη νύχτα. Το σπίτι μύριζε πια ευτυχία κι αγάπη. Τα δύο μισά έγιναν ξανά ένα ολόκληρο.

«Εκεί που ανήκει ο καθένας κύριε Άγγελε» του είπε χαμογελώντας και κάνοντας γκριμάτσα. «Εσύ ανήκεις σε μένα κι εγώ σε σένα. Έκανες ευχή την ημέρα των Χριστουγέννων;» τον ρώτησε.«Έκανα και σήμερα έγινε πραγματικότητα. Ευχήθηκα να είμαστε ξανά μαζί, ερωτευμένοι, σε ένα κρεβάτι για μια ζωή». «Χάσαμε κάποια Χριστούγεννα, μωρό μου. Ποτέ ξανά Χριστούγεννα χωριστά».

Τα επόμενα Χριστούγεννα τους βρήκαν στο δημαρχείο, οι δυο τους κι οι κουμπάροι τους, να επισημοποιούν τον έρωτά τους. Και τα αμέσως επόμενα βρήκαν τους τρεις τους, τον Άγγελο, την Έλενα και το μωρό τους, πιο ευτυχισμένους από ποτέ. Δεν υπήρχε πια κανείς και τίποτα που να μπορούσε να τους χωρίσει.

 

Αφιερωμένο σε έναν μεγάλο έρωτα.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη