Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Χωρίς καμία δεύτερη σκέψη μάζεψε τα πράγματά του. Πήρε το πρώτο αεροπλάνο κι επέστρεψε εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Για να φτάσει να τον χωρίζουν λίγα μέτρα απ’ τη στιγμή που τα μάτια του θ’ αντέκρουαν τη φθορά του χρόνου και θα πίστευαν πως όλα έχουν αλλάξει. Οι χιλιάδες φωνές που θα ζωντάνευαν κι οι εικόνες που θα έπαιρναν μορφή.

Μία βαθιά αναπνοή του ήταν αρκετή για να βυθιστεί στη μυρωδιά που απλωνόταν γύρω του. Στον ήχο απ’ τη σκουριασμένη αυλόπορτα, τα ξερά φύλλα, τα γέρικα δέντρα, την παλιά κούνια στην αυλή, το σπιτάκι του σκύλου κι όλο αυτό το γκρίζο τοπίο που δεν μπορούσε να συγκριθεί με το πριν. Με αποτέλεσμα, το «τώρα» του να γινόταν ο χειρότερος εφιάλτης του.

Κοντοστάθηκε όταν βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Ένιωσε κάτι, ήταν σαν να τον περίμενε να γυρίσει. Δεν ήταν όμως τίποτε περισσότερο απ’ όλα εκείνα που τον στοίχειωναν εκεί μέσα. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από σύννεφα σκόνης που του έφερναν στο μυαλό στιγμές.

Αλλιώς φανταζόταν τον γυρισμό του εκεί. Άλλα όνειρα είχε κάνει για εκείνο το σπίτι. Εκείνα που θα τον έβρισκαν αγκαλιά στη βεράντα με τη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά. Να βλέπει τα παιδιά τους να παίζουν στον κήπο κι εκείνον να χαμογελάει γεμάτος ευτυχία. Όπως χαμογελούσε εκείνη την ημέρα που γνώρισε επιτέλους τη Celina.

Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, στο γνωστό του καφέ, την είδε να περνάει από μπροστά του. Περίμενε μέρες και μήνες, μήπως την συναντούσε ξανά, γιατί δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Και να που τελικά εκείνη η μέρα είχε ήρθε.

Έτρεξε πίσω της. Κι αν η αρχή, λένε, είναι το παράδειγμα της συνέχειας, τότε ο Μάνος ήταν ο κανόνας σ’ αυτό. «Νομίζω πως αν δε σου μιλήσω, θα είναι σαν να χάνω ακόμα ένα στοίχημά μου» της είπε λαχανιασμένος. «Αν νομίζεις πως στα στοιχήματα κερδίζεις πάντα, είσαι γελασμένος» του απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας να περπατάει.

«Μα κι ο έρωτας, ένα στοίχημα δεν είναι;» συνέχισε ο Μάνος.

«Απ’ αυτά που στο τέλος χάνεις» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει καν.

«Τουλάχιστον αξίζει να προσπαθήσω».

«Προσπάθησε, αλλά στο τέλος να ξέρεις ότι μπορεί να πονέσεις» ενώ κοντοστάθηκε γυρνώντας προς το μέρος του.

«Μάνος» της απάντησε.

Κι ήταν αρκετό για να τους βρει εκείνο το απόγευμα ν’ ανταλλάσσουν κουβέντες και βλέμματα πίνοντας καφέ. Ήταν αρκετό για να τους βρει να περπατάνε δίπλα στον Σηκουάνα. Ήταν αρκετό για ν’ αλλάζουν μαζί με τις εποχές. Ν’ αλλάζουν θέση στα έπιπλα. Να ξυπνάνε μαζί τα πρωινά τους. Να κοιμούνται αγκαλιά τα βράδια. Να κοιμούνται χωριστά μετά απ’ έναν καβγά. Να κάνουν όνειρα και ταυτόχρονα να γελάνε, σαν κάποιος να τους έκανε πλάκα. Κι όμως, κάποιος τους έκανε.

Ήταν εκείνος ο εγωισμός. Ήταν εκείνο το πάθος, που ήρθε για να γίνει το μεγαλύτερο αγκάθι στη σχέση τους.  Ήταν η ζήλια κι η εμμονή του Μάνου μαζί της. Εκείνη που έφευγε κι ερχόταν σ’ ένα μήνυμα του κινητού της αλλά και σ’ ένα «σ’ αγαπάω». Εκείνη που δεν μπορούσε ν’ αντέξει ούτε λεπτό μακριά της. Εκείνη που έπαψε να ακούει τα «θέλω» της και βυθίστηκε, σε φανταστικά ψέματα, αγνοώντας την αλήθεια.

Μέχρι τη στιγμή όπου η αλήθεια φανταζόταν σαν το μεγαλύτερο ψέμα. Ένα μήνυμα στο κινητό της ήταν αρκετό για να χαθεί η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Να χαθεί το μυαλό του και να βυθιστεί σ’ έναν κόσμο έτοιμο να γκρεμίσει τα πάντα. Σ’ έναν κόσμο, που θα τον έκανε ικανό ακόμα και να σκοτώσει. Αλλά κάτι τον σταμάτησε…

Όχι η προσπάθειά του ν’ αποκρυπτογραφήσει τα ερωτικά μηνύματα. Αλλά εκείνο το μήνυμα για ένα παιδί. Εκείνο το μήνυμα που τον έριξε στα γόνατα, φωνάζοντας και κλαίγοντας. Αλλά κι η απάντηση που έδωσε η Celina: «Δε θα μάθει ποτέ τίποτα. Απλά θα εξαφανιστώ».

Και δεν ήταν ότι απλά το είπε. Το έκανε…

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη