Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Και κάπως έτσι, η Αντιγόνη, έγραψε τη δική της  ιστορία ανάμεσα στα κεφάλαια της ζωής του Μάνου. Δεν έβαλε ποτέ, όμως, εκείνη την «τελεία», ακόμα κι όταν φοβήθηκε τη μητέρα του,  που τύχαινε να είναι η καλύτερή της φίλη. Σίγασε ακόμα κι εκείνα τα λόγια του κόσμου, όταν τον έβλεπαν να μπαίνει κρυφά απ’ το παράθυρό της.

Έζησε αυτό που της δινόταν απλόχερα, αυτό που ήθελε να μάθει σ’ εκείνον. Εκείνο το δρόμο που αργά ή γρήγορα θα την οδηγούσε πίσω σ’ εκείνη. Εκείνη τη στιγμή που θα τον αισθανόταν σαν σκιά πίσω απ’ την κουρτίνα. Εκείνη τη στιγμή, όπου θα τον αισθανόταν ξανά, σαν ένα σώμα γυμνό να κουρνιάζει επάνω της.

Ήλπιζε πως ήταν ακόμα ένας άντρας που μπορεί να ξέχασε τι είπε. Ήλπιζε πως ήταν ακόμα ένας άντρας που μπορεί να ξέχασε τι έκανε. Βασιζόταν σε μία πόρτα που άφησε ανοιχτή. Κι έναν άντρα που δε θα ξεχνούσε ποτέ πώς αισθανόταν και θα γυρνούσε για να τη σώσει απ’ τη μοναξιά της.

Αλλά χάθηκε κι αυτή, μέσα στην πλάνη του Μάνου που έψαχνε για απαντήσεις. Κι ο Μάνος δε γύρισε, ποτέ. Ακόμα κι όταν έμαθε ότι έφυγε απ’ τη ζωή, δε βρέθηκε εκεί για ένα τελευταίο φιλί.

Αυτό γύρισε να του ζητήσει. Αυτό γύρισε να του θυμίσει και να τον φέρει στην πραγματικότητα, αλλά έκανε ένα λάθος. Απ’ εκείνα τα λάθη που του έμαθε η ίδια. Λάθη από βλέμματα γεμάτα υποσχέσεις αλλά κι ένα θράσος/θάρρος , που γοήτευε κάθε γυναίκα που μπορεί να βρισκόταν μπροστά του.

Ένα βλέμμα που έκρυβε μέσα του στοιχεία από μία ατάκα που άφηνε ανάμεσα στα λόγια του… «Πρέπει να σε πληροφορήσω πως είμαι σφραγισμένος με μία αόρατη προειδοποίηση» συνήθιζε να λέει, ενώ έπινε μια γουλιά απ’ το ποτό του, ακουμπισμένος στο μπαρ, γέρνοντας σιγά-σιγά το κεφάλι του στο πλάι. Κι όλα κατέληγαν στον γνωστό του διάλογο.

«Πρέπει να φύγεις» συνήθιζε να λέει ο Μάνος.

«Σε πειράζει να μείνω εδώ απόψε;» απαντούσαν.

«Πρέπει να σηκωθώ νωρίς» έλεγε, καθώς σηκωνόταν γυμνός απ’ το κρεβάτι και κατευθυνόταν στο μπάνιο.

Εκτός απ’ εκείνες τις φορές που αισθανόταν την ανάγκη μιας αγκαλιάς. Μέχρι να έρθει φυσικά το πρωί και να τον βρει να χάνεται μπροστά στο παράθυρό του, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω ούτε για μία στιγμή.

Γιατί πίστευε ότι το Παρίσι το πρωί ήταν πανέμορφο. Το απόγευμα γινόταν γοητευτικό. Το βράδυ συναρπαστικό και τα μεσάνυχτα μπορούσε να γίνει μαγικό∙ και φοβόταν εκείνη τη μαγεία του. Μην τυχόν και τον μαγέψει κι ερωτευτεί. Μην τυχόν κι αγαπήσει κάτι περισσότερο απ’ τα μερικά χρήματα που είχε στην τσέπη του, τα κάποια καλά ρούχα και την εργένικη ζωή του.

Μην τυχόν και χάσει εκείνο το βραδινό περίπατο μετά τη δουλειά στο Le Marais. Εκείνο το «Παλιό Παρίσι», που ανέδυε μια γοητεία απ’ το παρελθόν. Ανάμεσα στους πλακόστρωτους δρόμους, φιδογυρίζοντας μέσα σε πολύπλοκα πλέγματα από κρυμμένες αυλές, γκαλερί και φούρνους, που ήταν καλυμμένοι με κισσούς.

Εκείνη την αίσθηση που του άφηναν τα ζωγραφισμένα παράθυρα κι οι αντίκες, κρατώντας ακόμα την κομψότητα που έδενε τέλεια με τη δική του εικόνα. Να περπατάει εκεί ανάμεσα, με τα χέρια στις τσέπες –κλοτσώντας φύλλα ξερά και πράσινα ή νιφάδες χιονιού– και να χαμογελάει δειλά σε καθετί όμορφο που περνούσε από μπροστά του. Να χαιρετάει τις γυναίκες που καθόντουσαν στα παράθυρα και να θυμάται εκείνο, το δικό του, που άφησε πίσω.

Για να μη χάσει εκείνο το απογευματινό του καφεδάκι στο Café des 2 Moulins. Να μη χάσει εκείνη την καλλιτεχνική αύρα, που απλωνόταν μπροστά του. Αλλά δε φανταζόταν ότι κάπου εκεί, θα ερχόταν η στιγμή που θα έχανε κάτι σημαντικό∙ το μυαλό του.

Ένα όνομα, στο άκουσμα «Celina», θα γινόταν η καταστροφή, ο έρωτας, η αγάπη κι η μεγαλύτερή του ανάγκη. Θα γινόταν εκείνο το «κάτι» που πίστεψε απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε και το φοβήθηκε.

Περνώντας από μπροστά του, μέσα σ’ ένα κόκκινο παλτό, φορώντας ένα μαύρο μπερέ στο κεφάλι κι ένα ζευγάρι μαύρες γόβες, άρχισε να χτυπάει δυνατά η καρδιά του. Την έβλεπε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο κι η μορφή της να χάνεται μες στα στενά της Μονμάρτης, κρατώντας έναν καμβά στα χέρια της. Η Celina ήταν ένας γρίφος, που θα έπρεπε να προσπαθήσει να λύσει ανάμεσα στις εποχές.

Αλλά εκείνο το πρωινό, σηκώθηκε με άλλα πράγματα στο μυαλό του. Κι αν χάθηκε λίγο μέσα σε σκέψεις απ’ τα χρόνια που πέρασαν, γρήγορα συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να επιστρέψει εκεί από όπου έφυγε…

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη