Διάβασε εδώ το Μέρος Β’.

Ο Μάνος υποδέχτηκε την Ελβίρα με όλο του τον ενθουσιασμό. Ένα Σαββατοκύριακο πήγαινε εκείνος Κομοτηνή και το αμέσως επόμενο ερχόταν η Ελβίρα Θεσσαλονίκη. Ήταν η δική τους ρουτίνα που καθόλου δε βαριόντουσαν. Μετρούσαν τις ώρες που ο ένας θα ήταν κοντά στην αγκαλιά του άλλου.

«Μ’ αρέσει η ηρεμία της Κομοτηνής, ο κόσμος που είναι πιο απλός, πιο προσιτός» έλεγε ο Μάνος.

«Εμένα μ αρέσουν τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, όμως, τα πιτόγυρά σας κι ο πύργος σας!», του έλεγε χαζολογώντας στην αγκαλιά του.

«Όταν τελειώσουμε από εδώ, καμιά απόσταση δε θα μας χωρίζει».

«Υπόσχεσαι να μην ξαναμπούμε σε λεωφορείο ποτέ στη ζωή μας;»

«Ποτέ! Μα φρόντισε να πάρεις πτυχίο στα νιάτα μας κι όχι να γυρίζεις σε καφετέριες και γυράδικα μέχρι να γεράσεις. Γριά δε θα μπορείς να ανεβαίνεις τα σκαλιά του αμφιθέατρου!»

«Είσαι χαζός, μαζεύω τα πράγματά μου να πάω στο χωριουδάκι μου όσο είμαι νέα!», είπε δήθεν με θυμό η Ελβίρα αφήνοντας τον Μάνο να την βλέπει να φτιάχνει βαλίτσα και να παραμένει ατάραχος και τόσο ήσυχος.

«Είσαι αναίσθητος! Δε θα προσπαθήσεις καν να με κάνεις να μείνω και με αφήνεις να φύγω μόνη μες στη νύκτα για τα ΚΤΕΛ; Δε θα με ξαναδείς!» είπε με αληθινό θυμό αυτή τη φορά, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Ο Μάνος δεν έκανε καμία κίνηση να σταματήσει την Ελβίρα, αφού αυτά τα εκρηκτικά καβγαδάκια τους συνέβαιναν συχνά-πυκνά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο κι επίσης είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της εκεί, οπόταν δε θα πήγαινε πολύ μακριά.

Με εντάσεις και πειράγματα, αποστάσεις κι επανασυνδέσεις, τα χρόνια πέρασαν γρήγορα για τους δυο τους. Χωρίς να το καταλάβουν ο Μάνος ορκίστηκε και πήγε για μεταπτυχιακό, αφήνοντας την Ελβίρα πίσω να περιμένει ακόμα ένα χρόνο για το πτυχίο της.

«Θα μ’ αγαπάς εκεί στην Αγγλία τώρα;» έλεγε με παράπονο στον Μάνο.

«Of course I will, my love!» απαντούσε με αγγλική προφορά ο Μάνος.

Κι έτσι η μοίρα για ακόμη μια φορά τους χώρισε. Πάνω από ένα τηλέφωνο όλη μέρα και ραντεβού τα βράδια πάνω από έναν υπολογιστή. Να κοιτούν τον ίδιο ουρανό σε άλλη χώρα και να μετρούν τις μέρες και το χρόνο αντίστροφα σαν φυλακισμένοι μέχρι να ξαναβρεθούν. Δεν είχαν κανένα πιο δικό τους άνθρωπο για να μοιραστούν το καθετί στην καθημερινότητά τους, να πουν τις έννοιες και τις στεναχώριες τους. Κι ένιωθαν τόσο μόνοι κι οι δυο τους. Όσο κόσμο κι αν είχαν να τους περιβάλλει. Κανείς δεν ήταν το μισό τους που τους έλειπε.

Η Ελβίρα μεγάλωσε. Τα φοιτητικά της χρόνια ήταν θέμα μηνών να γίνουν παρελθόν. Και χωρίς αυτόν, είχαν ήδη τελειώσει. Όπως κι βόλτες της στη Θεσσαλονίκη που τόσο αγάπησε μαζί του. Κάθε στενό, κάθε δρόμος οδηγούσε στο σπίτι του. Της έλειπε τόσο πολύ που μερικές φορές έβλεπε την εικόνα τους, να κρατάνε ένα σουβλάκι στο χέρι, να περπατούν στα στενά της Αριστοτέλους και να χαζολογούν. Δεν ήταν ίδια αυτά τα στενά χωρίς την αγκαλιά του.

Ένας χρόνος γρήγορα περνάει. Κι ο Μάνος επέστρεψε απ’ την Αγγλία, μα ήταν διαφορετικός.

«Πρέπει να βρω μια δουλεία που να μου δίνει αρκετά λεφτά» έλεγε αποφασισμένος.

«Δε θέλουμε πολλά, αγάπη μου. Έχουμε ο ένας τον άλλο, θα πιάσω κι εγώ δουλειά με το καλό και θα τα βγάζουμε πέρα. Σιγά τα έξοδα που έχουμε» έλεγε η αισιόδοξη και ρομαντική Ελβίρα.

«Τώρα που μπορώ θα δουλεύω όσο πιο πολύ μπορώ. Έχουμε καιρό για έρωτες και χαζολογήματα»

Ο Μάνος είχε γίνει εργασιομανής, φιλόδοξος, αριβίστας. Δούλευε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ενώ η Ελβίρα έψαχνε ακόμη δουλειά. Του μίλαγε για τον ουρανό, μα δεν έβλεπε τη λάμψη στα μάτια του πια. Προτιμούσε να μιλά για αριθμούς, λεφτά κι επενδύσεις. Κι η μοναξιά της μεγάλωνε ολοένα και πιο πολύ κι ας μην ήταν μόνη. Μα τον αγαπούσε και παρ’ όλο που εκείνος άλλαξε δεν έφευγε από κοντά του.

Σύντομα βρέθηκε μια δουλειά και για εκείνη. Το περίμενε πώς και πώς καθώς δεν άντεχε άλλο κλεισμένη στο σπίτι να στέλνει βιογραφικά. Ένα δικηγορικό γραφείο για να κάνει της πρακτική της, ό,τι έψαχνε. Αν και στο εργασιακό της περιβάλλον οι άντρες συνάδελφοι υπερτερούσαν κι εκείνη ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του, ανάμεσα σε εκατό χαιρετούρες με αυστηρούς κουστουμάτους, γνώρισε απ’ την πρώτη μέρα κιόλας τη μόνη γυναίκα συνάδελφο του τμήματος, τη Μαρία.

«Ελβίρα, να σου συστήσουμε τη Μαρία». Αντίκρισε μια εντυπωσιακή κοπέλα, λευκή σαν χιόνι και πανύψηλη.

«Μαρία, χάρηκα! Επιτέλους ακόμη μια σύμμαχος εδώ μέσα».

Η Ελβίρα μέσα της πίστευε πάντα πως οι πρώτες συναντήσεις αφήνουν γνώμη αλάνθαστη. Η Μαρία της φάνηκε η γυναίκα που δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει φίλη της. Που θα φορούσε άσπρα και θα έμεναν αλέκιαστα μέχρι να πήγαινε σπίτι. Σε αντίθεση με εκείνη. Μια απλή αδιάφορη γνωριμία. Άσε που φαινόταν και ψηλομύτα.

Οι ώρες εργασίας πολλές. Αρκετές φορές τα δυο κορίτσια δούλευαν μαζί κρατώντας τα τυπικά στην επαφή τους. Η Ελβίρα εκείνη τη χρονική περίοδο ένιωθε χαμένη, εγκλωβισμένη, κενή. Χαμογελούσε σαν να πήγαιναν όλα καλά. Μα η πραγματικότητα ήταν αρκετά μακρινή. Το γραμμένο της δεν ήταν πια αυτό που ήξερε κι αγάπησε. Τα γέλια είχαν γίνει ομηρικοί καβγάδες. Κι αυτά που κρατούσε μέσα της, βουνό. Δε μιλούσε σε κανέναν ποτέ για αυτά που την πνίγουν. Έμαθε να κρατά όλα κλειδωμένα.

Η Μαρία κι Ελβίρα ξεκίνησαν να δουλεύουν όλο και περισσότερο μαζί. Την παρατηρούσε κάθε φορά κι έβλεπε κάτι καινούργιο πάνω της που της άλλαζε γνώμη ολοένα και περισσότερο. Στεκόταν πάντα σε όποιον το είχε ανάγκη. Την έβλεπε να διαβάζει νέα και να συγκινείται αν κάποιος ήταν άρρωστος ή είχε οικονομική ανάγκη. Βοηθούσε, χωρίς ποτέ να το διαφημίζει. Η σχέση τους επιφανειακή, δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει κάτι πέρα απ’ τα τυπικά. Μέχρι που μια μέρα:

«Ελβίρα, χρειάζομαι τη βοήθειά σου» της είπε η Μαρία.

«Ό,τι θες, τι συμβαίνει;»

«Έμπλεξα. Σε χρειάζομαι».

Ήταν αυτή, άραγε, η αρχή μιας άλλης καρμικής γνωριμίας για την Ελβίρα;

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη