«Καλησπέρα, χαίρομαι που σε γνωρίζω».

Κι όντως χάρηκε. Αισθανόταν αυτή τη χαρά που δεν μπορείς να προσδιορίσεις· εκείνη που γέμισε την καρδιά του μετά από πολύ καιρό. Ήταν χαρούμενος γιατί στα μάτια της έβλεπε κάτι που δεν είχε ξαναδεί· διέκρινε μία αθωότητα που νόμιζε ότι είχε χαθεί απ’ τον κόσμο. Ίσως εκείνη τη στιγμή κατάλαβε –για πρώτη φορά– ότι αξίζει να προσπαθήσει πολύ για έναν άνθρωπο.

«Γεια σου, κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω».

Τόσο απλά γέμισαν δύο καρδιές. Με δύο κουβέντες –κατά τα άλλα τυπικές– ανοίχτηκε ένας καινούργιος δρόμος που, αν κι η έκβασή του ήταν αμφίβολη, αυτό δεν απασχολούσε τους ενδιαφερόμενούς μας προς το παρόν. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη και τα βλέμματα κολλημένα· ολόκληρο το βράδυ αντάλλασσαν κρυφές ματιές γεμάτες υπονοούμενα και συζητήσεις ατέλειωτες, χαοτικές, που δεν κατέληγαν σε κάποιο συμπέρασμα.

Γνωρίστηκαν στην παραλία, δίπλα στη θάλασσα. Ώρα απογευματινή· η πιο ρομαντική ώρα της ημέρας. Ήταν καλοκαίρι κι όλα έμοιαζαν όμορφα. Οι άνθρωποι γύρω τους ήταν ξέγνοιαστοι κι ο ζεστός αέρας κάλυπτε την όμορφη πόλη. Οι δυο τους συναντήθηκαν τυχαία. Εκείνος έγραφε κάτι στο ημερολόγιό του κι εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο παλιό, το οποίο είχε αγοράσει από ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο.

Τη συζήτηση την άρχισε αυτός· είχε λίγο παραπάνω θάρρος κι όρεξη για κουβέντα. Τα τυπικά ειπώθηκαν γρήγορα -τόσο γρήγορα που αν τους έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως γνωρίζονταν χρόνια. Άλλωστε, κι οι δυο μισούσαν τους τύπους και τις γνωριμίες.  Πίστευαν πως στη ζωή όλα είναι γραμμένα και πως η γνωριμία τους δεν ήταν τυχαία εξαρχής.

«Σου αρέσει η λογοτεχνία;»

Αυτή ήταν η πρώτη του ερώτηση. Τον ενδιέφερε να μάθει αν το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του –η λογοτεχνία– αποτελεί εξίσου σημαντικό κομμάτι και της δικής της ζωής. Η απάντηση ήταν δεδομένη. Άλλωστε, το βιβλίο που διάβαζε δε βρέθηκε τυχαία στα χέρια της. Είχε περάσει ώρες ψάχνοντας το σωστό βιβλίο που να ταίριαζε στην περίσταση -λες κι ήξερε μέσα της ότι επρόκειτο να τον συναντήσει.

«Λατρεύω τη λογοτεχνία. Μου αρέσει να διαβάζω ιστορίες που δεν πρόκειται να ζήσω».

Δε γνώριζε –αφελώς– ότι είχε έρθει η στιγμή για να γράψει κι εκείνη τη δική της ιστορία· την κοινή τους ιστορία. Αφελώς διότι είχε ήδη καταλάβει ότι ο άνθρωπος που είχε δίπλα της θα παίξει κομβικό ρόλο στη ζωή της. Απλώς φοβόταν. Φοβόταν ότι θα απογοητευτεί -όπως είχε συμβεί τόσες άλλες φορές. Είχε πάψει να προσπαθεί να βρει τον άνθρωπό της εδώ και καιρό κι αυτή τη φορά κατέπνιξε τον ενθουσιασμό της και προτίμησε να αρκεστεί στη συζήτηση που είχε ανοίξει.

Μιλήσουν για ώρες· ο χρόνος κυλούσε γρήγορα ενώ απολάμβαναν τη θέα της ήρεμης θάλασσας. Η πόλη απλωνόταν πίσω τους και τα φωτάκια της έμοιαζαν με αστέρια που φώτιζαν την ακρογιαλιά. Όταν πέρασαν τα μεσάνυχτα, προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της. Εκείνη δε φοβόταν να περπατήσει μόνη, ωστόσο δέχθηκε γιατί δεν ήθελε να χάσει την παρέα του. Προσπαθούσε –ασυναίσθητα αυτή τη φορά– να τον κρατήσει κοντά της.

Κι όταν έφτασαν σπίτι της, προσφέρθηκε να τον κεράσει κρασί και να συνεχίσουν την κουβέντα τους στο μικρό μπαλκόνι της που έβλεπε θάλασσα. Είχαν ένα κοινό μυστικό· κι οι δυο λάτρευαν το κρασί και τη θάλασσα. Κι έτσι πέρασαν το βράδυ τους μαζί. Το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν ήταν μόνο δικό τους κι –ίσως– ήταν το πιο όμορφο βράδυ της ζωής τους.

Κοιμήθηκαν μαζί, αγκαλιασμένοι, όμως, δεν αντάλλαξαν ούτε φιλί. Αποφάσισαν ενδόμυχα ότι δεν ήταν αναγκαίο. Οι ψυχές τους ήταν ήδη πολύ κοντά κι ακουμπούσαν η μία την άλλη· οπότε η επαφή των χειλιών ήταν προς το παρόν ανώφελη. Το πρωί ξύπνησαν με τη γεύση του κρασιού και της αλμύρας στο στόμα. Εκείνος θα έφευγε· το ήξεραν εξαρχής. Είχε δουλειές που δεν μπορούσε να αναβάλει.

Πέρασαν όλο το πρωινό μαζί και το μεσημέρι το πήραν απόφαση· έπρεπε να φύγει. Στο δρόμο τη σκεφτόταν έντονα. Τόσο που ήδη ένιωθε πως του λείπει. Εκείνη καθόταν στο μπαλκόνι και φανταζόταν τη στιγμή που θα τον συναντούσε ξανά. Κι οι δυο ήξεραν ότι αυτή η στιγμή δε θα αργούσε να έρθει.

Από εκείνη τη μέρα μιλούσαν διαρκώς. Εκείνος είχε πάρει το πλοίο για την πρωτεύουσα. Εκείνη επρόκειτο να τον συναντήσει σε μερικές εβδομάδες. Ο χρόνος κυλούσε αργά κι η ανυπομονησία τους τούς προκαλούσε παράνοια. Τα πάντα τους έφταιγαν κι η ζωή φάνταζε προς στιγμήν άκρως βασανιστική. Τα πάντα θα ανατρέπονταν με τη συνάντησή τους.

Η προσμονή θα έμοιαζε γλυκιά την ώρα που θα αγκαλιάζονταν και θα αντάλλασσαν το πρώτο τους φιλί. Αυτή τη στιγμή περίμεναν κι οι δύο· αυτή η σκέψη συντρόφευε τα όνειρά τους και κατέκλυζε τη σκέψη τους. Εκείνος έγραφε ποιήματα· κυρίως ερωτικά που αναφέρονταν στη γυναίκα που του είχε κλέψει την καρδιά, σε εκείνη. Αυτή περνούσε τις μέρες της ήρεμα, ατενίζοντας τη θάλασσα και βλέποντας ρομαντικές ταινίες.

Οι μέρες πέρασαν. Ήταν δεδομένο ότι ο χρόνος θα ακολουθούσε την προδιαγεγραμμένη του πορεία και πως θα ερχόταν η πολυπόθητη συνάντηση που περίμεναν. Μπήκε στο καράβι, πήρε το βραδινό δρομολόγιο. Μερικές ώρες αναμονής χώριζαν τις ψυχές τους κι αυτές φάνταζαν ατέλειωτες. Τελικά πέρασαν κι αυτές – όπως είχαν περάσει τόσες άλλες ώρες προσμονής. Το καράβι έδεσε στην ώρα του και ξεκίνησε η αποβίβαση.

Η καρδιά τους είχε ήδη αποβιβαστεί κι είχε συναντήσει την καρδιά του άλλου…

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη