Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Η ώρα πέρασε γρήγορα καθώς ο ύπνος ξεκούραζε το μυαλό της απ’ τις σκέψεις· ξύπνησε κι είδε τα χιονισμένα βουνά έξω απ’ το θαμπό παράθυρο. Τα δέντρα στέκονταν γυμνά και μόνα -όπως κι εκείνη. Είχε καταθέσει ήδη την ψυχή της κι ένιωθε πλήρως εκτεθειμένη μπροστά στην αγάπη που η ίδια είχε επιτρέψει να εισβάλει μέσα της. Στο μυαλό της ήρθε ο περσινός -μοναδικός- χειμώνας που περάσανε μαζί.

Δάκρυα κατέκλυσαν για ακόμη μία φορά τα μάτια της· μόνο που αυτή τη φορά ήταν δάκρυα ανυπομονησίας κι όχι θλίψης. Είχε πολύ καιρό να αισθανθεί την προσμονή κι ένιωθε να την πνίγει καθώς αποβιβαζόταν απ’ το τρένο. Το χιονισμένο τοπίο κλιμάκωνε τα συναισθήματά της· ένιωθε μόνη κι απροστάτευτη μπροστά στο ψύχος που από καιρό είχε καταλάβει την ψυχή της. Περίμενε τη στιγμή που η ζεστή του αγκαλιά θα έσπαγε τον πάγο που είχε γεμίσει την καρδιά της.

Πήρε έναν ζεστό καφέ και στη συνέχεια κοίταξε το γράμμα που της είχε στείλει. Το μελάνι με το οποίο είχε γραφεί η διεύθυνσή του στο φάκελο είχε αλλοιωθεί, ωστόσο εκείνη την είχε ήδη απομνημονεύσει. Οτιδήποτε της θύμιζε εκείνον είχε ριζώσει βαθιά μέσα της και πλέον είχε έρθει η στιγμή να του το αποδείξει. Έκανε σενάρια σχετικά με τη συνάντησή τους, η οποία -ομολογουμένως- της προκαλούσε περισσότερο άγχος απ’ ό,τι υπολόγιζε.

Επιθυμούσε όλα να πάνε όπως τα είχε φανταστεί, αγνοώντας για μια ακόμη φορά ότι η πραγματικότητα τείνει να ανατρέπει τα σχέδιά μας. Αυτή τη φορά, όμως, ήθελε κι έπρεπε να πάνε όλα όπως τα είχε προγραμματίσει. Δε θα μπορούσε να αντέξει ούτε ένα ακόμα γεγονός, το οποίο επρόκειτο να ανατρέψει την ευτυχία της. Οι πατημασιές που άφηνε πάνω στο χιόνι καλύφθηκαν άμεσα καθώς έφευγε απ’ το σταθμό. Οι νιφάδες έπεφταν όλο και πιο πυκνές, γεγονός που της δημιουργούσε μια αλλοπρόσαλλη ένταση.

Δέκα λεπτά περπάτημα, με αντικειμενικά γοργό βήμα, κι είχε φθάσει στον προορισμό της. Ίδια διεύθυνση κι ίδιος αριθμός με αυτόν που είχε απομνημονεύσει μήνες πριν· λες κι είχε σχεδιάσει από τότε την απόδρασή της. Πλησίασε την ξύλινη πόρτα και κοίταξε νευρικά το κουδούνι που βρισκόταν στο δεξί της χέρι. Η μονοκατοικία που βρισκόταν μπροστά της τής προκαλούσε τρόμο, με αποτέλεσμα όλες τις οι κινήσεις να γίνονται βιαστικά.

Στο κουδούνι δεν αναγραφόταν κάποιο όνομα, γεγονός που της προκάλεσε απογοήτευση προς στιγμήν. Σκέφτηκε ότι ίσως είχε μετακομίσει ή είχε φύγει απ’ τη μικρή πόλη. Γνώριζε, άλλωστε, πολύ καλά ότι ποτέ δε συμπαθούσε τις κλειστές κοινωνίες κι είχαν περάσει μήνες από τότε που έλαβε το γράμμα. Ένιωσε το αίμα της να παγώνει κι ένα κενό να την κατακλύζει. Προς στιγμήν σκέφτηκε να φύγει, όμως, δεν είχε χάσει ακόμη όλες της τις ελπίδες.

Χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές. Κάθε φορά που πατούσε το μικρό κουμπί κι άκουγε τον επιβλητικό θόρυβο του κουδουνιού ένιωθε φόβο κι αγωνία. Ωστόσο, δεν έλαβε καμία απάντηση· το παλιό σπίτι έστεκε μπροστά της και σκίαζε τις ελπίδες της ενώ εκείνη προσπαθούσε να δώσει θάρρος στον εαυτό της. Χτύπησε ξανά το κουδούνι, μα αυτή τη φορά άκουσε γυναικεία ομιλία μέσα απ’ το σπίτι. Πάγωσε· σκέφτηκε ότι ο αγαπημένος της μάλλον δεν ήταν πλέον μόνος κι ότι δεν είχε πλέον θέση στη ζωή του.

Κοίταξε με μια κλεφτή ματιά την πόρτα και της γύρισε την πλάτη. Μέσα της γύριζε την πλάτη σε όλα της τα συναισθήματα, σε όλα αυτά που είχε νιώσει γι’ αυτό το άτομο. Η πόρτα άνοιξε ενώ εκείνη είχε απομακρυνθεί μόλις λίγα μέτρα απ’ το σπίτι. Γύρισε· ήθελε να δει το πρόσωπο της γυναίκας που κατόρθωσε να τον κάνει ευτυχισμένο. Μία γριούλα καθόταν στο κατώφλι και την κοιτούσε επίμονα. Ακόμα περισσότερα ερωτήματα γεννήθηκαν μέσα της κι αυτή τη φορά βάλθηκε να βρει απαντήσεις.

Της μίλησε, συζητούσαν για ώρες· έμαθε ότι η γυναίκα αυτή του παραχωρούσε ένα δωμάτιο απ’ τη μονοκατοικία, που είχε κληρονομήσει όταν πέθανε ο άντρας της κι αυτός για αντάλλαγμα τη βοηθούσε. Ήταν ανήμπορη κι εκείνος ήταν το μοναδικό στήριγμά της. Την έπιασαν τα κλάματα· τον αγαπούσε αληθινά σαν να ήταν ο γιος που ποτέ δεν απέκτησε. Οι δύο γυναίκες έκλαιγαν αγκαλιασμένες. Ένιωθαν απελπισία και πόνο βαθιά μέσα στην ψυχή τους.

«Μου μιλούσε συχνά για σένα. Πρέπει να σε αγαπούσε πολύ», είπε η ηλικιωμένη κυρία καθώς σκούπιζε τα μάτια της.

Δεν είχε το κουράγιο να απαντήσει. Ένιωθε την καρδιά της να σπάει σε μικρά κομματάκια που ήταν αδύνατον να τα ενώσει κανείς. Έφυγε βιαστική απ’ το σπίτι και πήγε να τον συναντήσει·  αυτή τη φορά γνώριζε πού θα τον έβρισκε. Μέσα της ήλπιζε τα γεγονότα εξαρχής να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Ήθελε να έχει την ευκαιρία να του μιλήσει, να του εξηγήσει πόσο τον αγαπά, ή έστω να τον αγκαλιάσει.

Έβγαλε βιαστικά το τετράδιό της κι έγραψε ένα γράμμα:

«Έφυγες· έφυγες για πάντα και δεν πρόλαβα να σου πω γιατί σ’ αγαπώ, γιατί σ’ αγάπησα. Δεν έχει νόημα πια. Δεν μπορείς να ακούσεις τις σκέψεις μου και να με καταλάβεις. Κι εγώ δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να κρυφτώ στην αγκαλιά σου και να ηρεμώ με την ανάσα σου. Ξέχασα να σου πω κάτι βασικό·  κάτι που αν γνώριζες ίσως να μην έφευγες ποτέ κι αν ήταν το γραφτό σου να είσαι μακριά, τουλάχιστον θα είχα την ευκαιρία να περάσω μερικούς ακόμη μήνες μαζί σου. Ήθελα απλώς να σου πω να μην αλλάξεις ποτέ. Σε ερωτεύθηκα, σε αγάπησα γι’ αυτό ακριβώς που είσαι.

Αντίο»

Τα δάκρυά της πάγωναν ενώ κοιτούσε τα μάρμαρα. Έσκισε βιαστικά το χαρτί και το έβαλε μέσα στο χιόνι που τον σκέπαζε. Ο ουρανός μουντός -λες κι είχε νυχτώσει- επέτρεπε στα καντήλια να φωτίζουν τον ορίζοντα. Της θύμιζαν τα φώτα της πόλης που έβλεπαν μαζί. Περπατούσε γρήγορα προς το σταθμό. Έκατσε στο σιδερένιο παγκάκι κι έβλεπε τα τρένα να περνούν από μπροστά της. Έφερνε στη θύμησή της το πρώτο τους βράδυ.

Πέρασαν δέκα χρόνια κι ακόμα τον σκέφτεται. Είναι μεγάλη μέρα η σημερινή. Έβαλε τα καλά της και φόρεσε το άρωμα που γνώριζε ότι αγαπούσε εκείνος. Σήμερα θα παρουσίαζε το πρώτο της βιβλίο. Υπέγραψε περισσότερα από τετρακόσια αντίτυπα κι ο αριθμός των πωλήσεών της εκτοξεύθηκε μέσα σε μερικές εβδομάδες απ’ την κυκλοφορία του βιβλίου. Ο τίτλος; «Μείνε όπως είσαι»!

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη