Ένα μηχανάκι με χαλασμένη εξάτμιση διαταράσσει τον ύπνο της. Θολωμένη μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πιάνει με αυτοματοποιημένες κινήσεις το κινητό της. Το φως την κάνει να συνοφρυώνεται καθώς είναι πολύ πρωί ακόμα για εκείνη. Το ρολόι γράφει 7 και 24.

«Με δουλεύεις τώρα;», λέει νευριασμένα κλείνοντας απότομα το κινητό. Κλείνει και τα μάτια της αποφασισμένη πως είναι πολύ νωρίς για να αφήσει το κρεβάτι.

Δευτερόλεπτα αργότερα αρπάζει ξανά το κινητό. Κανένα μήνυμα. Ενεργός πριν 2 ώρες γράφει διπλά απ’ την εικόνα του. Μέτα από δυο χρόνια και κάτι, μια οθόνη είναι που την ενημερώνει ότι κοιμήθηκε αργά -κι όχι ο ίδιος με την καθιερωμένη τους καληνύχτα.

«Καταραμένο μηχανάκι. Λίγες ώρες την ήμερα με αφήνουν αυτές οι σκέψεις κι εσύ μου τις χάλασες κι αυτές», μονολογεί καθώς κοιτάει το ταβάνι που τώρα πια μοιάζει να την πνίγει.

 10 μήνες πριν.

– «Και πού θα πας τώρα;». Τη ρωτάει με παράπονο καθώς χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό της.

-«Σε 20 μέρες θα είμαστε πάλι μαζί, θα δεις θα περάσουν σαν νερό»,  λέει σε μια προσπάθεια να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό πως δε θα είναι όλα αδιάφορα μακριά του.

Ένα χρόνο μαζί και για πρώτη φορά θα έπρεπε να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον για τόσες μέρες. Η Η ΗΗΕλένη, όσο δύσκολο κι αν της ήταν, έβλεπε τη θετική μεριά, ότι θα τους έκανε καλό λίγο «χώρια», γιατί έτσι θα εκτιμούσαν πιο πολύ ο ένας τον άλλον. Ο Γιώργος απ’ την άλλη δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη δυσκολία της απόστασης.

Την τελευταία μέρα πριν τον αποχωρισμό, την πέρασαν αγκαλιά κάνοντας όνειρα και σχεδία για την επιστροφή. Αυτός να της λέει για όλα αυτά που θα κάνουν όταν ξαναβρεθούν κι εκείνη να τα κάνει εικόνες, προσθέτοντας λεπτομέρειες και μέρη, φτιάχνοντας ένα άτυπο πρόγραμμα ευτυχίας που θα τηρούσαν μαζί.

«Είσαι ο άνθρωπός μου», της είπε εκείνη την ήμερα και τα μάτια του, που είχαν πλημμυρίσει από αγάπη, αποκάλυπταν πως αυτή ήταν η αλήθεια του.

Κι εκείνη; Εκείνη άπλα ήθελε να παγώσει ο χρόνος σε τούτη τη στιγμή που ήταν αγκαλιά σε ένα μονό κρεβάτι ο ένας πάνω στον άλλον, με τα παντζούρια μισάνοιχτα και το φως να τρυπώνει απ’ τις σχισμές ίσα-ίσα για να αποκαλύπτει δυο ψυχές που είχαν γίνει ένα. Δεν του είπε εκείνη την ήμερα πως ήταν ο άνθρωπός της, πως η ζωή της θα ήταν άδεια χωρίς εκείνον, δε χρειαζόταν, άλλωστε. Του απάντησε με τα μάτια της κι ήταν σίγουρη πως την είχε ακούσει.

Λίγο φως που μπαίνει απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο τη φέρνει ξανά στην πραγματικότητα. Και ξαπλωμένη τώρα,  μόνη πια, σε αυτό το μονό κρεβάτι και με την ανάμνηση της ευτυχίας να κρατιέται ακόμα γερά από πάνω της την πιάνει κλαυσίγελος. ΄

Πού να ‘ξερε πως αυτή θα ήταν η τελευταία τους ανάμνηση αγκαλιά, νιώθοντας πραγματική ευτυχία. Πού να ‘ξερε πως τα μάτια που την κοιτούσαν με τόση αγάπη κι η αγκαλιά που την προστάτευε απ’ τη σκληρότητα του κόσμου θα κατέληγε να την προδώσει με τον χειρότερο τρόπο; Πού να ‘ξερε πως εκείνη η αγάπη θα κατέληγε σε ένα «ενεργός πριν δυο ώρες»;

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη