Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν σχεδόν αβάσταχτοι για εκείνη, άλλα πέρασαν και μαζί με αυτούς καταχωνιάστηκαν κάπου μέσα της κι οι αναμνήσεις που τη συνέδεαν με εκείνο το καλοκαίρι. Σήμερα το πρωί, όμως, ένα μηχανάκι, μια απλή ανάμνηση ξεκίνησε ένα ταξίδι σε ένα κεφάλαιο του παρελθόντος που κρατούσε ερμητικά κλειστό.

Κοιτάζει επίμονα την πόρτα. «Πώς γίνεται οι άνθρωποι να φεύγουν έτσι άπλα; Πώς γίνεται να μην κοιτάξεις ούτε μια φορά πίσω;», αναρωτιέται φωναχτά πια αφού οι σκέψεις και τα ερωτηματικά ώρες-ώρες κοντεύουν να την πνίξουν.

Δεν μπορεί να κοιτάζει άλλο την πόρτα ούτε εκείνον τον καναπέ και το μονό κρεβάτι που μοιράζονταν την καταπίνει. Όπως κι όπως αρπάζει μια ζακέτα και τα τσιγάρα της κι ανοίγει την πόρτα, στέκεται λίγο στο κατώφλι. «Δεν τον είδα ποτέ να φεύγει», σκέφτεται καθώς κλείνει την πόρτα πίσω της.

Κατεβαίνει τα σκαλιά πολύ γρήγορα αποφασισμένη να φύγει μακριά από αυτές τις αναμνήσεις, φοράει τα ακουστικά, πατάει το play κα όλα τα τραγούδια είναι πολύ λάθος για μια τέτοια στιγμή -τα αφήνει, όμως, να παίξουν έτσι για να ταιριάζουν με τη διάθεσή της.

Τόσος καιρός πέρασε, αλλά για κάποιο λόγο ο Γιώργος βρίσκεται ακόμα παντού∙ σε κάθε τραγούδι, σε κάθε στίχο, σε κάθε πρωινό ξύπνημα, σε κάθε όνειρο, αλλά και σε κάθε εφιάλτη. Προσεκτικά ή κι απρόσεκτα τον βάζει πάντα στη θέση του κάπου πίσω-πίσω, κάτω από κάποιο χαλάκι, κάπου όπου ο κόσμος δε θα βλέπει πως υπάρχει ή και πως υπήρξε, κάπου φυλαγμένος για εκείνη να θυμάται πως το έζησε.

Σήμερα, όμως, βγήκε έξω με το έτσι θέλω, χωρίς να τον φωνάξει, χωρίς να θέλει να του ζητήσει τα ρέστα. Βγήκε στην επιφάνεια κι η αλήθεια του, δηλαδή όχι μόνο όλα αυτά τα οποία επέλεγε να θυμάται η Ελένη, αλλά κι όλα αυτά τα οποία σκόπιμα απέφευγε να φέρει πάλι στην επιφάνεια.

Το βήμα της είναι πολύ γρήγορο. Δε θέλει να τον αντιμετωπίσει, ούτε τον ίδιο της τον εαυτό δε θέλει να κοιτάξει κατάματα, πόσο μάλλον την ανάμνηση εκείνου που την πονάει μέχρι σήμερα.

Τον αγαπάει ή τον μισεί; Αυτή η μάχη μέσα της έχει αρχίσει να την πνίγει. Πώς γίνεται να αγαπάς και να μισείς έναν άνθρωπο ταυτόχρονα;

Κόρνα.

-«Πρόσεχε πού πας, κοπέλα μου».

-«Συγγνώμη», ψελλίζει καθώς συνέρχεται σταδιακά απ’  τις σκέψεις που την κατακλύζουν.

Ξαφνικά κοιτάει μπροστά της. Βρίσκεται, εκεί, στο υπερυψωμένο παρκάκι που πήγαιναν συνέχεια για να δουν το ηλιοβασίλεμα. «Γιατί ήρθα εδώ;», αναρωτιέται σχεδόν με απόγνωση στο βλέμμα της.

Δεν μπορεί να φύγει, όμως, τα πόδια της έχουν βαρύνει και στέκεται κοκαλωμένη μπροστά στο παγκάκι «τους». «Σε αγαπάω ή σε μισώ;», λέει φωναχτά και συνειδητοποιεί πως δε μιλάει σε κανέναν άλλον πέρα απ’ τον εαυτό της.

Εδώ και μήνες το αποφεύγει, παλεύει να μη διαλέξει, γιατί η επιλογή ενός τίτλου σημαίνει «τέλος» και δε θέλει να το βάλει ακόμα. Παγωμένη μετά από τόσο καιρό μπροστά από αυτό το παγκάκι βλέπει τα περιθώρια να στενεύουν ασφυκτικά.

«Ήρθε μάλλον η ώρα», σκέφτεται, καθώς κάθεται προσεκτικά και με έναν άτυπο σεβασμό, σαν να βρίσκεται σε έναν χώρο που φιλάει μέσα του πολύ ιστορία. Ανάβει ένα τσιγάρο, το σηκώνει η περίσταση, άλλωστε.

«Σε αγαπάω άπλα μισώ τον τρόπο που έφυγες», ψιθυρίζει. Κι είναι η πρώτη φορά που είπε φωναχτά την αλήθεια της, μέχρι τότε ο εγωισμός κι η περηφάνια καταπίεζαν αυτήν την πραγματικότητα κάπου μέσα στην Ελένη.

«Μακάρι να στο ‘λεγα νωρίτερα», ψιθυρίζει και συνεχίζει πιο χαμηλόφωνα έναν επίλογο που πότε δεν είχε δώσει. Μονό μια τελευταία κουβέντα είπε λίγο πιο δυνατά πριν σβήσει το τσιγάρο κι επιστρέψει σε μια ζωή μακριά από αυτές τις αναμνήσεις.

«Σε συγχωρώ».

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη