Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

«Ενεργός πριν δυο ώρες».

Άραγε, να είναι εντάξει με τον εαυτό του; Περήφανος με τις υποσχέσεις που δεν τήρησε; Άραγε, να κοιμάται καλά τα βράδια;

Πετάγεται απότομα απ’ το κρεβάτι. «Φτάνει», φωνάζει δυνατά, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της να συνέλθει, να σταματήσει να γυρνάει στο παρελθόν, μα είναι μάταιο αφού πια η πρώτη ανάμνηση ξύπνησε και την επόμενη.

Επιστροφή στο παρελθόν.

Την πρώτη μέρα μακριά την πέρασαν πάνω απ’ το κινητό στέλνοντας συνέχεια μηνύματα γεμάτα εκδηλώσεις αγάπης, που επαναλάμβαναν συνέχεια πόσο όμορφη θα ήταν η επανένωσή τους. Έτσι πέρασαν κι οι επόμενες μέρες, με τον Γιώργο να επαναλαμβάνει καθημερινά τον έρωτά του και την Ελένη να νιώθει πως αυτή τη φορά ήρθε για να μείνει.

Κάπως έτσι η μια βδομάδα έγινε δυο κι οι δυο τρεις και τώρα πια τους χώριζαν μόνο μερικές μέρες. Ανοίγει τα μάτια της πιάνει το κινητό, μόνο πέντε μέρες έμειναν συνειδητοποιεί και γεμίζει από συναισθήματα χαράς κι ανυπομονησίας.

«Πέρασε κι αυτό. Τα καταφέραμε», σκέφτεται αθόρυβα καθώς γράφει την καθιερωμένη καλημέρα στον άνθρωπό της. Ανοίγει το παράθυρο να μπει ήλιος, βάζει ένα χαρούμενο τραγούδι να παίζει από πίσω, έτσι για να ταιριάζει με τη διάθεσή της κι ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη μέρα της.

«Πανωραία, θα σε βρω στα ΚΤΕΛ σε μία ώρα, μην αργήσεις πάλι γιατί δε θα βρούμε ξαπλώστρες», υπενθυμίζει στη φίλη της αν και ξέρει πως τελευταίες θα φτάσουν πάλι στην παράλια. Στον δρόμο συνειδητοποιεί πως δεν έχει πάρει ακόμα καμία απάντηση απ’ τον Γιώργο κι είναι πια μεσημέρι. Προβληματίζεται λιγάκι, αλλά είναι τόσο σίγουρη για εκείνον που όποια αμφιβολία και να ένιωθε ποτέ, έσβηνε σχεδόν αμέσως. «Μάλλον δε θα έχει μπαταριά πάλι. Αυτό το κινητό είναι όντως για πέταμα!», σκέφτεται καθησυχάζοντας τον εαυτό της.

Η διαδρομή μέχρι την παράλια πέρασε πολύ γρήγορα αν κι ήταν μια ώρα απόσταση. Ο Γιώργος και το πόσο ιδανικός ήταν για εκείνη αποτέλεσε το επίκεντρο της συζήτησης για πολλή ώρα, με την Πανωραία να επικροτεί κάθε μικρή ή και μεγάλη κίνηση αγάπης που είχε κάνει εκείνος για την Ελένη.

Η μέρα συνεχίστηκε χωρίς καμιά απάντηση, όμως, η ομορφιά της θάλασσας, άλλα κι «η παρέα του καλοκαιριού», όπως τους έλεγε συνέχεια η Ελένη, δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί γιατί το μήνυμα που περίμενε έχει αργήσει τόσο πολύ να έρθει.

Έφτασε βράδυ σπίτι ούτε που κατάλαβε πώς περάσανε τόσες ώρες, ήταν πραγματικά μια πολύ όμορφη μέρα, όμως κάτι έλειπε. Πού είναι ο Γιώργος; Ανοίγει το κινητό και τον βλέπει μέσα χωρίς, όμως, να έχει στείλει κάποιο μήνυμα. Δεν ξέρει τι να του πει, δεν είχε χρειαστεί πότε μέχρι τώρα να σκεφτεί τι έπρεπε να του στείλει, όμως, η ανασφάλεια είχε αρχίσει να γίνεται κόμπος στο λαιμό της.

«Όλα καλά, μωρό μου; Είσαι εντάξει;». Καμιά απάντηση.

«Αν δεν απαντήσει κι αφού κάνω μπάνιο θα τον πάρω», είπε καθώς έμπαινε στην ντουζιέρα, όμως πριν προλάβει να ανοίξει το νερό το κινητό της χτυπάει. Με ένα συνδυασμό τρεξίματος και παραπατητού φτάνει στο δωμάτιο κι αρπάζει το κινητό.

-«Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και τόσο καλά σήμερα», της γράφει.

-«Τι έγινε, ψυχή μου, μάλωσες με τα παιδιά; Έγινε κάτι με τους γονείς σου;».

-«Τίποτα από αυτά. Άπλα νιώθω μπερδεμένος με όλους και με όλα».

Πίστευε πως δε χρειαζόταν να κάνει αυτήν την ερώτηση, αλλά την έκανε.

-«Αυτό αφορά και τη σχέση μας;», του είπε, χωρίς να είναι έτοιμη για την απάντηση που θα έπαιρνε.

-«Ναι».

Και μετά κενό…

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη