Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Η Ιωάννα ετοιμαζόταν να κατέβει τα σκαλιά για να πάει στο αυτοκίνητο της Αριάδνης όπου θα την πήγαινε στην εκκλησία μαζί με τον Δημήτρη. Γύρισε και πήρε στα χέρια της, το φυλαχτό το οποίο της είχε δώσει ο Άρης.

Ναι, μπορεί να βάδιζε προς την καινούρια της ζωή με τον Γιώργο, ο Άρης όμως δεν έφυγε ποτέ απ’ το μυαλό της, πόσο μάλλον απ’ την καρδιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε προς τα έξω.

Η Αριάδνη δίπλα στον Δημήτρη ήταν πολύ όμορφη. Τόσο ταιριαστοί, λες κι ήταν γραφτό να γνωριστούν. Ευχόταν το ίδιο για εκείνην και τον Άρη, μα η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Ο Δημήτρης της άνοιξε την πόρτα και προχώρησε προς την πόρτα του οδηγού όσο η Αριάδνη βοηθούσε τη φίλη της

-Ιωάννα, ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ και ελπίζω μια μέρα να με συγχωρήσεις για αυτό -είπε η Αριάδνη.

-Τι εννοείς;

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτησή της η Ιωάννα και τότε άκουσε μια αντρική γνώριμη φωνή.

-Γεια σου, μωρό μου!

Στη θέση του οδηγού καθόταν ο Άρης. Αυτός που της έκανε τη ζωή άνω-κάτω. Αυτός που ερωτεύτηκε σαν τρελή, αυτός που την πλήγωσε μα ποτέ δεν έπαψε να τον αναζητά.

-Άρη, τι κάνεις εδώ; -ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει ξέπνοη η Ιωάννα.

-Μωρό μου, πότε θα καταλάβεις πως εσύ είσαι μόνο για μένα κι εγώ για εσένα;

Η Ιωάννα φρίκαρε με την απάντηση κι έκανε να φύγει απ’ το αυτοκίνητο. Μα ο Άρης κλείδωσε το αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος.

-Άρη καταλαβαίνεις πως σε λίγη ώρα παντρεύομαι και βρίσκομαι μαζί σου;

-Ε κάτι θα σημαίνει κι αυτό -της είπε χαριτολογώντας.

-Ε ναι. Ότι είσαι ένας τρελός, βλάκας που με πήρε με το ζόρι.

-Κοίτα, αν το δούμε σφαιρικά το θέμα, δε σε πήρα και με το πιστόλι στον κρόταφο. Μόνη σου μπήκες μέσα -και της έκανε γλυκά ματάκια μέσα απ’ το καθρεφτάκι.

-Ω, σώπα τώρα, του είπε η Ιωάννα -κι αυτή τη φορά γελούσε.

Ο Άρης την έβλεπε απ’ το καθρεφτάκι του που γελούσε.

-Μου έλειψε το γέλιο σου, αγάπη μου -της είπε.

-Άρη μου, μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ. Πες μου πού πάμε…

Ο Άρης δεν απάντησε. Έκανε στην άκρη το αυτοκίνητο και σταμάτησε. Ήταν απόμακρα, λίγο έξω απ’ το δάσος, με δρομάκια να διαφαίνονται.

-Εδώ είναι η φάση λοιπόν που με σκοτώνεις και δίνεις τα όργανά μου; -του είπε η Ιωάννα.

Ο Άρης όμως δε μίλησε, απλά της πήρε το χέρι και περπατούσαν μαζί μέσα απ’ τα δρομάκια του δάσους.

-Μην τον παντρευτείς, σε παρακαλώ -της είπε κοιτάζοντάς τη στα μάτια.

-Άρη όχι. Μη μου το ζητάς αυτό, δεν μπορώ, δε γίνεται.

-Είσαι ευτυχισμένη μαζί του; Σε κάνει χαρούμενη;

-Προσπαθεί, όσο μπορεί. Δεν ήταν εύκολο όλο αυτό. Ήρθε πίσω και βρήκε μια Ιωάννα κλειδωμένη κι απογοητευμένη. Με πλήγωσε το τέλος μας Άρη, πάρα πολύ. Μα έπρεπε να συνεχίσω.

-Και τελικά συνέχισες;

-Τώρα θέλεις απάντηση σε αυτό;

-Ναι. Θέλω να σε ακούω να λες πως είσαι εντάξει μαζί του. Πως το μέλλον σου μαζί του φαντάζει όπως το ονειρευόσουν.

Τότε η Ιωάννα ξέσπασε σε λυγμούς, ενώ ο Άρης την πήρε στη αγκαλιά του. Έσφιγγε ο ένας τον άλλον και δε μιλούσαν. Ήταν φανερό πως είχαν πεθυμήσει πολύ ο ένας τον άλλον.

Τότε ο Άρης, με μια απότομη κίνηση άρχισε να τη φιλά κι η Ιωάννα ανταποκρίθηκε. Ήταν λες κι ο ένας έδινε ζωή του άλλου.

-Έλα μωρό μου, πάμε να φύγουμε -της είπε.

-Όχι Άρη, δεν μπορώ.

-Μα γιατί;

-Γιατί θα σε βλέπω και θα σε σκέφτομαι πως το μόνο που ήθελες από εμένα, ήταν εκδίκηση για κάτι που δεν έφταιξα. Θα σκέφτομαι πως ήσουν μαζί μου, όχι επειδή ήθελες, αλλά επειδή ήταν όλα μέρος ενός σχεδίου.

-Μα όλα άλλαξαν όταν σε αγάπησα και, διάβολε, ακόμα σε αγαπώ, δεν μπορώ χωρίς εσένα. Δε με φαντάζομαι με καμιά άλλη εκτός από σένα. Κι εσύ με αγαπάς και το ξέρεις.

-Όχι, δε θα το αρνηθώ, μα πες μου κάτι, Άρη. Αν δε με αγαπούσες τελικά, τι θα γινόταν με την εκδίκηση;

Ο Άρης δεν απάντησε.

-Βλέπεις; Δεν έχεις απάντηση. Λοιπόν, πάμε πίσω σε παρακαλώ.

Ο Άρης δεν προσπάθησε να την μεταπείσει και την άκουσε. Μπήκανε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για την εκκλησία.

Ήταν απόλυτη ησυχία μέσα στο αυτοκίνητο. Κανείς δε μιλούσε. Ο Άρης έβλεπε την αγάπη του να φεύγει μέσα απ’ τα χέρια του και να ετοιμάζεται να αγκαλιάζει άλλα χέρια ενώ η Ιωάννα σκεφτόταν τα δικά της.

Ναι, αγαπούσε τον Γιώργο, μα όχι όπως παλιά. Περισσότερο σαν απλό φίλο κι ο Γιώργος το ήξερε αυτό, μα δεν τον ένοιαζε. Σκεφτόταν πως περνούσε αρκετά καλά με τον Γιώργο και πως τον έβλεπε που προσπαθούσε, μα είναι αυτό αρκετό για να ζήσεις με κάποιον την υπόλοιπη ζωή σου; Σκέφτηκε πως ήταν εγωίστρια που σκεφτόταν με αυτόν τον τρόπο, μα ήταν η αλήθεια. Πώς μπορείς να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με κάποιον που δεν μπορεί να σου προσφέρει αυτά που χρειάζεσαι και θέλεις;

Απ’ την άλλη σκεφτόταν και τον Άρη, τη θυελλώδη της αγάπη. Αυτός που ακόμα κυριαρχεί τα όνειρα και τις σκέψεις της. Με αυτόν που ακόμα φαντάζεται το μέλλον της μαζί του, ακόμη κι αν ετοιμάζεται να παντρευτεί άλλον. Είχε κάτι το ξεχωριστό μαζί του και το ήξερε κι η ίδια. Τους έδεναν περισσότερα από ό,τι τους χώριζαν. Τον αγαπούσε ακόμη κι ήταν αυτό που της έσκιζε τα σωθικά. Γιατί δεν μπορούσε να τον ξεχάσει. Τις νύχτες φανταζόταν αυτόν δίπλα της κι όχι τον Γιώργο. Φανταζόταν πως ο Άρης την αγκάλιαζε και τη φιλούσε κι όχι ο Γιώργος. Όμως ήταν κι η εκδίκηση. Αυτό την πονούσε. Αυτό στεκόταν εμπόδιο στο να γυρίσει πίσω.

Όλα στο μυαλό της ήταν μπερδεμένα. Τι θα έπρεπε να ακολουθήσει; Τη λογική ή την καρδιά; Τις σκέψεις της διέκοψαν οι καμπάνες. Είχε φτάσει πλέον στην εκκλησία.

-Αν αλλάξεις γνώμη, θα βρίσκομαι μπροστά από την είσοδο της εκκλησίας  -της είπε.

Η Ιωάννα δεν απάντησε και κατέβηκε. Ο Άρης όμως δεν έφυγε. Έμεινε εκεί να τη βλέπει. Ο μπαμπάς της, την είδε από μακριά και κατάλαβε πως κάτι έγινε, πήγε διακριτικά δίπλα της για να του πιάσει το μπράτσο.

-Είσαι σίγουρη κοριτσάκι μου;

Η Ιωάννα τότε συνειδητοποίησε ότι όλη αυτή την ώρα, κρατούσε το χέρι της το φυλακτό του Άρη. Όχι κάποιου άλλου, του Άρη. Και τότε έσφιξε το μπράτσο του μπαμπά της.

-Φύγε. Τώρα. Κάνε αυτό που σου λέει η καρδιά σου!

Η Ιωάννα τον φίλησε και γύρισε να φύγει. Ο Άρης παρακολουθούσε το όλο σκηνικό κι όταν κατάλαβε πως ερχόταν πίσω η Ιωάννα, με μια κίνηση άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού κι έβαλε μπρος. Αυτό ήταν. Έφυγαν μαζί. Έτσι ήταν το γραφτό τους. Γιατί ο έρωτας, νικάει τη δίψα για εκδίκηση. Γιατί ο έρωτας, νικάει πάντα τη λογική.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη