Άλλη μια Πέμπτη ήταν. Άλλη μια φορά στο στέκι που ξεχνιόταν με τις ώρες. Αυτή η Πέμπτη όμως διέφερε. Δεν ήταν ίδια. Μπορεί να παρήγγειλε τον ίδιο καφέ η Σοφία, καθισμένη στο ίδιο τραπεζάκι που ρίζωνε μετά τη δουλειά, αλλά κάτι ήταν διαφορετικό.

Εκείνη απρόσιτη πάντα και κουρασμένη. Σαν να έχει απομυθοποιήσει τις εκπλήξεις και τις ανατροπές της καθημερινότητας. Γι’ αυτόν το λόγο την έβλεπες πάντα ατημέλητη κι αδιάφορη για τις φύτρες των μαλλιών της που ήταν μόνιμα τεντωμένες. Κάπνιζε και χάζευε στο πάτωμα συνήθως. Το έξω, της ήταν αδιάφορο για να το παρατηρεί. Ήταν σαν να ήξερε το τοπίο και τους κομπάρσους που περιφέρονταν στον πεζόδρομο.

Δήλωνε κατηγορηματικά μόνη της, στην πιτσιρίκα που τη σέρβιρε όταν τη ρωτούσε κάθε μα κάθε φορά αν περιμένει παρέα. Αυτήν την Πέμπτη όμως δε χρειάστηκε να το δηλώσει από μόνη της. Η μικρή έλειπε λόγω εξεταστικής. Στο πόδι της εμφανίστηκε ένας τύπος ν’ αρθρώνει διστακτικά ένα σχεδόν αθόρυβο: «Να σας φέρω κάτι»;

Καρφωμένο το βλέμμα της στο πάτωμα -σχεδόν ταραγμένο, ξεκόλλησε από κάτω όταν άκουσε αυτήν την μπάσα φωνή που δεν είχε ξανακούσει. Σηκώνει φρύδι ως γνωστή απλησίαστη σ’ όλους κι απαντάει «Ναι, βεβαίως. Η ξανθούλα ξέρει».

-Η Εβίτα θα λείψει για λίγο καιρό γιατί ξεκίνησε το διάβασμα. Καταραμένη εξεταστική, δηλαδή.

-Α, με συγχωρείτε δεν το ήξερα. Οπότε παραγγέλνω σ’ εσάς;

-Ναι, αλλά με την προϋπόθεση του ενικού. Νίκος λοιπόν.

-Σοφία. Χαίρω πολύ. Θα χαρώ ακόμα παραπάνω μ’ έναν καπουτσίνο.

Ο Νίκος χαμογέλασε κι εκείνη ανταπόδωσε. Πολύ ευγενικό παιδί εκείνος. Ψηλός, με ανοιχτά χρώματα και πάνω απ’ όλα ήρεμος.

Σαν να σταμάτησε για δυο λεπτά να κοιτάζει το πάτωμα η Σοφία κι απλά να τον παρατηρούσε. Κινήσεις ήσυχες κι ισορροπημένες διέκρινε στον Νίκο. Αυτό που έλειπε απ’ τη ζωή της. Είχε κουραστεί απ’ την ένταση, τις φωνές και την ανυπομονησία των ανθρώπων.

Σε πέντε λεπτά φτάνει κι ο καφές της. Ο Νίκος γαλήνιος της χαμογελάει πάλι και τη ρωτάει αν θέλει ζάχαρη. Η Σοφία τα χάνει χωρίς λόγο και κομπιάζει. Καταφέρνει να πει ένα «Όχι, ευχαριστώ», μετά βίας.

Έμεινε στο καφέ τρεις ώρες. Οι πρώτες τρεις ώρες που περνούσε σ’ αυτό το τραπεζάκι και δεν πρωταγωνιστούσε το πάτωμα στα μάτια της. Έφυγε κάπως βιαστικά. Χωρίς να έχει κάπου να πάει. Μάλλον βιαζόταν να φύγει απ’ τις σκέψεις της που την είχαν γεμίσει απ’ τη γαλήνη και την ηρεμία του Νίκου. Δύσκολο να το παραδεχτεί μια γυναίκα εσωστρεφής που δήλωνε συνέχεια τη μοναξιά της σ’ όποιον την πλησίαζε.

Παρασκευή, Σάββατο κι η Σοφία εκεί. Ο Νίκος ήταν τόσο διαισθητικός που είχε καταλάβει πως η Σοφία είναι ιδιαίτερο άτομο. Οι πρώτες συζητήσεις τους ήταν θέμα χρόνου. Αναλύσεις για τον καιρό, τη γειτόνισσα που φιλοξενεί ένα σκυλάκι, τα ελαττώματα της κυβέρνησης μέχρι και για τον αριθμό κατοίκων της περιοχής. Είχε βρει τα κουμπιά της. Διακριτικότητα, γενικολογίες κι ένα ελαφρύ χιούμορ ίσα που να της προκαλεί μειδίαμα χαμόγελου.

Όλως περιέργως οι κουβέντες τους, αυτές οι γενικούρες που έστυβαν με τις ώρες, δεν περιείχαν ποτέ κάτι τόσο προσωπικό όσο τη συναισθηματική τους κατάσταση. Ίσως γιατί η Σοφία είναι καιρό μόνη κι έχει ξεχάσει τη λέξη συντροφικότητα. Ίσως γιατί ο Νίκος είναι γκεστ στη ζωή της μέχρι να επιστρέψει η Εβίτα. Όπως κι αν έχει τα ερωτικά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είναι κόκκινη περιοχή που δε διασχίζεται.

Οι μέρες περνούν κι η Σοφία στοιχειώνει όλο και παραπάνω το τραπεζάκι της. Ο λόγος είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ο Νίκος έχει ακουμπήσει κάτι μέσα της που είχε βάλει η ίδια σε καταστολή τόσο καιρό.

Μετά από δεκάδες καφέδες πληρωμένους και κερασμένους, η Σοφία αποφασίζει να τον ρωτήσει αν είναι μόνος. Αποφασίζει, ναι. Για ‘κείνη ήταν σαν απόφαση ζωής μια τέτοια ερώτηση. Ήταν τόσο κλειστή για μια τόσο διάπλατα ανοιχτή ερώτηση. Δεν πήγαινε όμως άλλο, έβλεπε πως όλη μέρα πριν πάει να τον δει κι όλη νύχτα αφότου έφευγε, ο Νίκος ήταν κάτι σαν αυτοκόλλητο ακριβώς στο κέντρο του μυαλού της.

-Μιλάμε, μιλάμε τόσες μέρες και δε μου είπες ποτέ αν σ’ απασχολεί καμιά κοπέλα. Όχι τίποτα άλλο, να μη νιώθω εξαίρεση στον πλανήτη που είμαι μόνη μου (χαμογελάει αμήχανα).

– Μόνος μου είμαι. Μείνε ήσυχη Σοφία, υπάρχουν κι άλλοι που κοιμούνται παρέα με μαξιλάρια. Χαχα!

-Δεν αντέχει καμία τόση ηρεμία, έτσι;

-Οι άντρες είναι χειρότεροι. Όσο κι αν δείχνουν πως θέλουν ησυχία είναι χειρότεροι απ’ τις γυναίκες. Οπότε δε βρέθηκε καμιά εξαίρεση αρσενικού να τον κερδίσει αυτή η γαλήνη που λες πως έχω.

Η Σοφία πάγωσε. Της κόπηκαν τα πόδια. «Μπορεί να μην κατάλαβα καλά», σκέφτηκε. Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη της, ο Νίκος τη διακόπτει.

-Ένας βρέθηκε στα τριάντα μου χρόνια ν’ αγαπήσει στ’ αλήθεια τον Νίκο. Αλλά έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές κι εκεί γνώρισε τον επόμενο.

Τώρα κατάλαβε καλά, ότι δεν παρερμήνευσε τα λεγόμενά του. Πρέπει να δεχτεί πως αυτός που της ξεκάρφωσε τα μάτια απ’ το πάτωμα, είναι ομοφυλόφιλος. Αργά ή όχι, το γεγονός αυτό έγινε γνωστό, αφού τον είχε ερωτευτεί και πλέον το παραδεχόταν στον εαυτό της. Μεγάλη υπόθεση η υπόκλιση στον έρωτα για τη Σοφία. 

Δε γίνεται να τ’ αφήσει έτσι. Κάτι πρέπει να κάνει. Τώρα που πια έχει λόγο να ξυπνάει τα πρωινά. Τώρα που η μοναξιά της βρέθηκε κρεμασμένη στον καλόγερο του καφέ.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα