Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Η ανάγκη της Σοφίας για λύτρωση ήταν τεράστια. Μετρούσε ώρες όλο αυτό το διήμερο μέχρι να συναντήσει τον ειδικό. Αν μη τι άλλο, χειρότερη τροπή στο κεφάλι της, δε θα ‘παιρνε το χάος. Βλέπεις, δεν είχε φίλους να μοιραστεί τ’ αδιέξοδά της. Δε συμβιβαζόταν σε πρόσωπα προσωρινά.

Το βράδυ πριν ξημερώσει η μέρα της συνεδρίας, παραιτήθηκε από κάθε επιθυμία για έρωτα και συντροφιά. Ήταν πολύ δυνατή για να κυνηγάει φαντάσματα.

Λίγο έξω απ’ την πόρτα του ιατρείου έβλεπες τα χέρια της να σταυρώνονται τρεμάμενα. Τα έλυνε συνειδητά κι αυτά ξανάσμιγαν χωρίς να τη ρωτήσουν. Τα τσιγάρα της σταμάτησαν λίγο πίσω απ’ την ταμπέλα: «Απαγορεύεται το κάπνισμα».

«Η κυρία Μαυρέλη»; Χτύπησε η ερώτηση τα μάγουλά της σαν μαμαδίστικο χαστούκι.

– Ναι, παρακαλώ. Να περάσω;

– Βεβαίως.

Δεν κατάλαβε ούτ’ η ίδια ποτέ γιατί είχε τόσο άγχος. Ίσως γιατί για πρώτη φορά στη ζωή της πασχίζει ν’ ανοιχτεί, λες κι ο εαυτός της φορούσε ωτοασπίδες και δεν άκουγε τόσο καιρό τις φωνές της.

Μια τεράστια ξύλινη συρόμενη πόρτα έμοιαζε μ’ άγκυρα που έπρεπε να ανασύρει απ’ τον βυθό. Παίρνει βαθιά ανάσα και την ανοίγει επαναστατικά.

– Καλησπέρα, γιατρέ.

– Καλησπέρα Σοφία. Είμαι ο Σπύρος, όχι ο γιατρός για την επόμενη ώρα.

Τα μάτια της δε σταμάτησαν σε κανένα πάτωμα, ούτε καν στα χέρια της. Είχαν σχεδόν στεγνώσει ορθάνοιχτα, πάνω ακριβώς στα δικά του μάτια.

– Σοφία, πες μου γιατί ήρθες σήμερα να με δεις;

– Να… Ήθελα να… Ε…

– Μίλησέ μου ανοιχτά, καμιά ντροπή δε χωράει σ’ αυτό το δωμάτιο. Έχω ψεκάσει απωθητικό, χρόνια τώρα.

Τα μάτια της κοκκίνιζαν, αλλά δεν αποπροσανατολίζονταν απ’ το βλέμμα του.

– Συνειδητοποιώ μέρα με τη μέρα πως ο έρωτας μ’ έχει ξεχάσει. Κι αν καμιά φορά κάνει πως με θυμάται, εμφανίζεται με τα πιο ακατάλληλα αποκριάτικα κοστούμια.

– Τι είναι ακατάλληλο για ‘σένα;

– Ακατάλληλο είναι ό,τι δεν εφαρμόζει καλά στο καλούπι μου. Είναι αυτό που είναι αφύσικο για ‘μένα. αλλά φυσιολογικό και με τεράστια αποδοχή απ’ τους άλλους.

– Ακριβώς αυτό που είπες Σοφία. Αφύσικο για σένα. Όλα είναι υποκειμενικά. Εσύ ήρθες εδώ σήμερα γιατί ένιωθες κάτι παράξενο μέσα σου. Κάτι αφύσικο, ασυνήθιστο. Για κάποιον άλλο αυτό που νιώθεις, είναι παιχνιδάκι. Καθημερινότητα και ρουτίνα. Τίποτα δεν είναι αφύσικο μέχρι να το συνηθίσεις. Κανένας έρωτας δε μας ξεχνάει, απλά μας αφήνει να τον ζητήσουμε και να τον έλξουμε. Δεν απαντά σε κάθε πρόσκληση ο έρωτας. Δεν είναι παιδάκι, έχει εμπειρία. Θέλει ζήλο, πάθος, παράδοση κάθε κυττάρου σου σ’ αυτόν, αποδοχή αδυναμιών κι αποστροφή απ’ τον κακό οιωνό του εγωισμού. Αλλά πάνω απ’ όλα θέλει να τα παρατήσεις. Θέλει να σε ξαφνιάσει. Να πρωταγωνιστήσει. Τέτοιος ήταν πάντα ο ρόλος του, πρωταγωνιστικός και καταλυτικός.

Η Σοφία έμεινε να τον κοιτάζει πέντε ολόκληρα λεπτά χωρίς να κουνήσει ούτε τις παλάμες της. Ο Σπύρος ήξερε. Κατάλαβε. Της άφησε τα περιθώρια που χρειαζόταν για ν’ αντιδράσει ή έστω ν’ αφουγκραστεί. Να αισθανθεί και να ζήσει τη στιγμή της συνειδητοποίησης.

Δεν είπαν άλλα, ο έρωτας που παρέσυρε τη Σοφία απρόσμενα κι απροσκάλεστα ήταν η συνέχεια της συνεδρίας. Η συνέχεια της ψυχικής της θεραπείας και της προσεχούς ζωής της. Είναι μαζί περίπου τρία χρόνια με τον Σπύρο. Κάθε μέρα που ξημερώνει, τους χτυπάει την πόρτα ακάλεστη η χαρά και σκάει με τα μούτρα στην ευτυχία τους. Την ακυνήγητη ευτυχία, την αβίαστη και παρορμητική προσκεκλημένη, που γνώρισε μαζί του όταν παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα στον έρωτα. Από κάθε φραγμό που είχε σήμανση: «Προσοχή: αφύσικο». Την ουσιαστική αξία της ζωής. Το ξαφνικό.

Αυτό δηλαδή που νομίζες πως σε ξέχασε ή σε προσπέρασε. Αλλά τελικά υπολόγισες λάθος. Απλά σε παρατηρούσε από απέναντι, όσο εσύ σκόνταφτες στις διαβάσεις για να το πιάσεις.

Η Σοφία έμαθε πως για να σου έρθει κάτι πολύτιμο, πρέπει να ξεκουραστείς στο κρεβάτι σου αντί να το πολιορκείς μ’ ό,τι αναλώσιμο ή διαφορετικό από ‘σένα συναντήσεις.

Ο χρόνος ξέρει. Ξέρει τι θα σου δώσει για να εκτιμήσεις, ν’ αναζητήσεις ή ακόμα και ν’ αναθεωρήσεις. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι ο χρόνος δεν ξέρει τι θα σου προσφέρει μόνο, αλλά και το πότε θα στο χαρίσει.

Ο Νίκος, η Εβίτα, η μοναξιά της ήταν όλα σταλμένα απ’ τον χρόνο. Σκοπός του ήταν να παραιτηθεί, για να ξαφνιαστεί από κάτι που θα της άλλαζε όχι σελίδα, αλλά τεύχος ολόκληρο στη ζωή της. Κι ο Σπύρος ήταν αυτό το κάτι. Ίσως και το κάτι παραπάνω.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα