Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Όσο εκείνος πάλευε να βρει μια ισορροπία όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στην απουσία της και τη δική του ζωή που έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχιστεί, εκείνη μέσα σε έναν πανικό και χωρίς να το πολυσκεφτεί, είχε παντρευτεί μέσα σε δυο χρόνια από το χωρισμό της με τον Γιάννη.

Όχι απλά είχε παντρευτεί για την ακρίβεια, αλλά μετέφερε απλά τον εαυτό της απ’ τη μία φυλακή στην άλλη. Και καλώς ή κακώς, όταν ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει στη δική του προσωπική φυλακή, τότε ακόμη κι αν τον αφήσεις ελεύθερο, δε θα μπορέσει να ζήσει όπως φαντάζεται ότι θέλει και θα ξαναγυρίσει στο γνώριμο κλειστό του περιβάλλον.

Έτσι λοιπόν κι εκείνη, με σύζυγο μεγαλοσκηνοθέτη και παραγωγό θεατρικών παραστάσεων, μπαινόβγαινε σε όλα τα κοσμικά βαρετά σαλόνια της Θεσσαλονίκης, με ένα αντίστοιχα βαρετό πανάκριβο φόρεμα, διαφορετικό κάθε βράδυ, και την επωνυμία «Καραγιανίδη»  να τη σέρνει από πίσω της σε κάθε τυχαία τυχερή ή άτυχη γνωριμία της. Καμία έκπληξη, καμία αλλαγή, αυτό ακριβώς που νόμιζε πως ήθελε, όσο ζούσε μια διαρκή παράνοια με τον Γιάννη.

Ένα βράδυ σε άλλη μια έξοδο χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον για την ίδια, υπήρξε η συζήτηση φωτιά που συζητιέται κάθε αρχή μιας θεατρικής σεζόν. Τι παράσταση, λοιπόν, να ανεβάσουμε φέτος;

«Θέλουμε κάποιον φρέσκο και κλασικό, κάποιον που ο κόσμος να γνωρίζει, αλλά να θέλει να ξαναδεί, κάποιον που μπορεί να ταυτιστεί κάθε ηλικία, κάθε προσωπικότητα. Κάτι παλιό, αλλά καινούριο».

Γέλασε ειρωνικά στην καρέκλα της, ήξερε πως δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν της επέτρεπε η θέση της, σε όλες αυτές τις κοσμικές μαλακίες, όχι γιατί δεν την έπαιρναν στα σοβαρά, μα γιατί δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει το «σοβαρά». Γι’ αυτούς δεν υπήρχε τέχνη, δεν υπήρχε όραμα, υπήρχε μόνο μπάτζετ και παραγωγή. Έτσι, λοιπόν, όταν άκουσε να βγαίνει από τα χείλη του συζύγου της το όνομα του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής της, έπιασε για λίγο την καρδιά της για να δει αν σίγουρα χτυπάει ακόμα.

Είχε χάσει κάπου στη μέση τη συζήτηση, μέχρι που συντονίστηκε στο άκουσμα του ονόματός του. «Ναι, αυτός ο Γιάννης ο Σταύρου, που λέτε, λένε πως είναι μεγάλο ταλέντο, έχει ωραία μούτρα, θα κόψει και κανένα εισιτήριο για τις κοπελίτσες. Είναι στην Αθήνα, βέβαια, αλλά κάτι θα κάνουμε για να τον φέρουμε».

Και μετά γύρισε προς το μέρος της με ύφος νικητή να απολαύσει το παγωμένο της βλέμμα: «Εσύ, αγάπη μου, τον ξέρεις τον κύριο Σταύρου;»

«Ακουστά, μόνο». Σηκώθηκε απαλά, ήπια, με μια χάρη που δεν ταίριαζε με την τρικυμία μέσα της, είχε να ακούσει αυτό το όνομα δεκατρία χρόνια κι ήλπιζε να μη χρειαστεί να ξανανιώσει έτσι.

«Με συγχωρείτε, θα βγω λίγο να πάρω αέρα, κάπως με πείραξε η βαριά ατμόσφαιρα». Έφυγε επιταχύνοντας κάθε βήμα της και περισσότερο, να προλάβει τα δάκρυα που έρχονταν απειλητικά για να σχηματιστούν στο πρόσωπό της. Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι της πια, ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα που τόσο καιρό απέφευγε με όση άρνηση υπήρχε στον οργανισμό της.

Δεν το συζήτησαν άλλο, ξάπλωσαν δίπλα-δίπλα, με μια υποψία οικειότητας, χωρίς να γίνεται ποτέ απτή. Λίγο πριν κλείσει το φως, εκείνη έκανε ήδη πως κοιμόταν, για να αποφύγει οποιαδήποτε νύξη.

«Φανούλα, κοιμάσαι»;

Καμία απάντηση. Η φωνή του τρομακτικά ήρεμη. Δε μίλησε άλλο. Ήξερε πως δεν κοιμόταν. Κι εκείνη ήξερε τι ήθελε να της πει. Τελικά, νίκησε η σιωπή.

Δυο μέρες μετά, ο Γιάννης βρισκόταν  στο γραφείο του Καραγιανίδη, κλείνοντας τη συμφωνία για το ρόλο, χωρίς να ξέρει ούτε πού έμπλεξε, ούτε ποιος εξασφάλιζε το μισθό του.  Ούτε καν πως βγαίνοντας απ’ το κτίριο, θα έπεφτε κυριολεκτικά πάνω της στην πιο άβολη επανένωση που θα μπορούσε να τους συμβεί. Έμεινε να την κοιτάζει, είχε σκοπό να πάει να τη βρει και τελικά, απλά βρέθηκε εκείνη μπροστά του. Εκείνη που αποφάσισε να τον συναντήσει, ρισκάροντας τα πάντα για πέντε λεπτά άβολης συζήτησης, χωρίς καμία ουσία.

Δεν έβγαινε λέξη. Είχαν τόσα πολλά να πουν, μα δεν έπρεπε, δεν μπορούσαν, δεν έβγαιναν οι λέξεις, δε σχηματίζονταν οι φθόγγοι.

«Α, εδώ είσαι, αγάπη μου; Υπέροχα, θα σε έπαιρνα μόλις τηλέφωνο. Κλείσαμε τη συνεργασία μας με τον κύριο Σταύρου. Να σας συστήσω, από εδώ, η σύζυγός μου, Φανή. Γνωριστήκαμε πριν δεκατρία χρόνια στην πόλη σας, την Αθήνα».

Σαν ψέμα όλα. Τι έπρεπε να πουν, τι έπρεπε να κάνει; Να τρέξει να φύγει; Να της σφίξει το χέρι; Αυτό κι αν ήταν αστείο. Να μείνει απλά να γελάει υστερικά σαν ηλίθιος που δεν το είχε καν ψάξει νωρίτερα; Επέλεξε τελικά ένα ευγενικό «Χάρηκα».

«Θα έρθει σπίτι μας για φαγητό απόψε, ελπίζω να μη σε πειράζει. Πες κάτι στον κύριο, χαρά μου, μη σε περάσει για μουγκή. Κρίμα είναι με τόσο όμορφα χείλη. Δε συμφωνείτε, κύριε Σταύρου»;

«Θα σας περιμένουμε, κύριε Σταύρου, καλή αρχή σας εύχομαι».

Το ίδιο βράδυ καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, ζούσανε κι οι τρεις το θέατρο του παραλόγου, όπου ο καθένας νόμιζε ότι κάποιον κορόιδευε κι ότι κάτι έκρυβε, ενώ τίποτα απ’ τα δύο δε συνέβαινε στ’ αλήθεια.

Οπότε, έπιναν. Κι οι τρεις. Πολύ. Το ποτό πάντα έχει αυτή την ιδιότητα, όπως και το τσιγάρο.  Να κάνει τα ανείπωτα λέξεις, που όμως, δε λέγονται ποτέ.  Γέμιζαν τα ποτήρια κι άδειαζαν οι ψυχές, συζητώντας για ανούσια αγνοώντας τα προφανή ουσιαστικά.

Κάποια στιγμή, όταν πια είχε τελειώσει και το τέταρτο μπουκάλι κρασί,  η Φανή σηκώθηκε με πρόσχημα το γλυκό κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Ήρεμη. Γαλήνια, για πρώτη φορά μετά από καιρό, χαμογελαστή. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα παρά δέκα κι η καρδιά της είχε ήδη σταματήσει από χθες το βράδυ. Είχε σπάσει ήδη πάρα πολλές φορές, ίσως απλά δεν άντεχε να χτυπάει άλλο για τους λάθος λόγους.

Ο Γιάννης σηκώθηκε πίσω της πέντε λεπτά μετά, με κάποιο πρόσχημα κι αυτός με τη σειρά του, χωρίς να θυμάται καν τι λέξεις κατάφερε να βγάλει. Δεν τον ένοιαζε πια να βρει μια δικαιολογία σωστή κι ηθική, ήθελε απλά να την αγγίξει, κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα κάνει.

Μπήκε μέσα στην κουζίνα, χωρίς να πει λέξη, χωρίς να ασχοληθεί καν με φτωχά κι ηλίθια λόγια. Την άρπαξε άγαρμπα, την κόλλησε στον τοίχο και τη φίλησε. Όπως ήθελε όλα αυτά τα χρόνια, όπως την πρώτη φορά, όπως όλες τις φορές που ενώθηκαν τα σώματά τους κι απλά ήταν σωστό. Εκείνη τον τράβηξε ακόμα πιο σφιχτά πάνω της, με τον άντρα της κυριολεκτικά στα δέκα μέτρα. Τίποτα δεν είχε σημασία, όλη ήταν και πάλι θολά, υπερβολικά, ήταν σώμα, ήταν ένταση, ήταν κόκκινο και μαύρο. Λευκό και γκρι πουθενά.

Η ώρα, δώδεκα παρά ένα. Βήματα πλησίασαν τους δυο τους, μα δεν άκουγαν τίποτα, ήταν σαν να ζούσαν μια παράλληλη πραγματικότητα, λες και δεκατρία χρόνια απλά σταμάτησαν το χρόνο για να τον συνεχίσουν από ‘κει που το άφησαν στην Αθήνα. Τα βήματα σταμάτησαν. Η σκανδάλη όπλισε. Και μετά, ένας κρότος.

Η ώρα δώδεκα ακριβώς.

Σιωπή. Κι αίμα. Αίμα παντού.  Και σκοτάδι. Ο Γιάννης νεκρός στην αγκαλιά της. Ακόμα ζεστός, μέσα στα χέρια της, παραδομένος, άκαμπτος, σωριάστηκε μπροστά στα πόδια της. Μα πώς, γιατί; Ήταν όνειρο; Ας την ξυπνούσε κάποιος!

Δεύτερος κρότος. Η ζέστη κύλησε τώρα στο δικό της σώμα, ένιωσε ένα κάψιμο, ένα περίεργο συναίσθημα πληρότητας, όλα γέμισαν μέσα της, ξεχείλισαν. Έπεσε πάνω στο νεκρό σώμα του Γιάννη, άψυχη. Ο έρωτας άργησε μία μέρα, μα έστω κι αργά, τους άφησε μαζί.

 

Ο Γιάννης σκοτώθηκε ακαριαία με σφαίρα που τον βρήκε στον δεξιό πνεύμονα. Η Φανή ξεψύχησε δύο ώρες αργότερα, κι όπως δήλωσε ο ιατροδικαστής, αν είχε κληθεί εγκαίρως κάποια ιατρική βοήθεια, θα μπορούσε να έχει επιζήσει. Ο Καραγιανίδης δικάστηκε για την εν ψυχρώ δολοφονία της συζύγου του και του εραστή της, μα δεν κρίθηκε ποτέ ένοχος λόγω ψυχικών διαταραχών και χρόνιας κατάθλιψης που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του στη δίκη. Μέχρι και σήμερα, τρόφιμος του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Σταυρούπολης, αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη με τη δολοφονία. «Την αγαπάω τη Φανή. Είναι η γυναίκα της ζωή μου». Αυτές είναι οι δηλώσεις του, τρία χρόνια μετά το θάνατό της.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη