Ήταν λίγες μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα, όταν ο Γιώργος καθόταν σε μια καφετέρια, μια απ’ αυτές που ο ίδιος ονόμαζε «στέκι» του. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ή τουλάχιστον αυτό πίστευε ο ίδιος

Καθώς έπινε τον καφέ του και χάζευε το κινητό του, είδε ξαφνικά να περνά από μπροστά του μια κοπέλα. Στην αρχή δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν τόσο προσηλωμένος σε αυτό που έκανε που απλά προσπέρασε το γεγονός. Η Ελισάβετ –αυτό είναι το όνομά της– κάθισε στο τραπεζάκι δίπλα. Όπως κι ο Γιώργος, έτσι και η ίδια προσηλώθηκε στο κινητό της χωρίς να δώσει κάποια σημασία. Η «μοίρα», όμως, είχε άλλα σχέδια για αυτούς!

Όταν ο Γιώργος αποφάσισε να πάρει άλλο ένα καφέ, η Ελισάβετ σηκώθηκε απότομα και τα σώματα τους συγκρούστηκαν. Τα βλέμματα συναντήθηκαν. Ό,τι έχει απομείνει από καφέ στο φλιτζάνι του Γιώργου χύθηκε στην μπλούζα της Ελισάβετ.

-«Συγγνώμη, δε σας είδα. Λερωθήκατε πολύ;».

-«Μην ανησυχείς, όλα καλά!», απάντησε με ένα ύφος λίγο αναστατωμένο.

Κι ενώ η Ελισάβετ προσπαθούσε να καθαρίσει ό,τι μπορούσε απ’ την μπλούζα της στην τουαλέτα, ο Γιώργος άφησε ένα σημείωμα στο τραπεζάκι της κι έφυγε. Υποχρεώσεις. «Συγγνώμη ξανά για τη ζημιά κι ελπίζω κάποια στιγμή να επανορθώσω», έγραφε επάνω.

Κανείς απ’ τους δυο, βέβαια, δεν πίστευε ότι θα ξανασυναντηθούν. Φεύγοντας, λοιπόν,  η Ελισάβετ για το σπίτι άφησε κι αυτή το δικό της σημείωμα στον μπαρίστα που δούλευε εκεί. Ένα τηλέφωνο. Ο Γιώργος, όμως, δεν το πήρε ποτέ. Έπρεπε να βοηθήσει στις ετοιμασίες του εορταστικού τραπεζιού που ετοίμαζε ο φίλος του. Δεν έτυχε να περάσει απ’ το στέκι του. Τίποτα, όμως, δε γίνεται τυχαία. Κι όταν η ζωή θέλει δύο ανθρώπους μαζί, θα τους ανταμώσει ξανά.

Μέρα Χριστουγέννων. Όλα εορταστικά, όλα στολισμένοι κι όλα έτοιμα για αυτό το εορταστικό τραπέζι. Ποιος να τους έλεγε πως τα μονοπάτια τους θα αντάμωναν ξανά; Κι οι δυο κράτησαν το γεγονός ότι κανείς απ’ τους δυο δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει. Ο Γιώργος να βρίσκεται ήδη από νωρίς στο τραπέζι κι η Ελισάβετ να κοιτάει για τελευταία φορά το τηλέφωνο της πριν τη μεγάλη βραδιά. Πριν όλα αρχίσουν απ’ το μηδέν.

Όταν λοιπόν, κατέφτασε η Ελισάβετ στο σπίτι του –όπως φάνηκε– κοινού τους φίλου, έπεσε ξανά επάνω στον Γιώργο. Με τον ίδιο τρόπο που γνωρίστηκαν. Χωρίς τον καφέ αυτή τη φορά. Κι όταν ο Γιώργος την αντάμωσε ξανά, ξαφνικά μέσα του κάτι γεννήθηκε, μια έλξη, ένα πάθος, ένα μυστήριο, κάτι ξύπνησε για αυτή την κοπέλα.

-«Γεια σου και πάλι, γνωστή-άγνωστη!»

-«Χαιρετώ, κύριε…;»

-«Γιώργος, η χαρά όλη δικιά μου».

-«Ελισάβετ».

Κάπως έτσι, λοιπόν, αντάλλαξαν τις πρώτες τους κουβέντες. Κι αυτή τη φορά κανείς απ’ τους δύο δεν είχε φύγει. Όταν κάτι συμβαίνει δυο φορές παύει να είναι σύμπτωση. Αυτό σκέφτηκαν κι οι δυο τους τελειώνοντας το πρώτο τους ποτό. «Θες να πάμε μια βόλτα;»,  τη ρώτησε ο Γιώργος. Κι ενώ στην αρχή η Ελισάβετ έδειξε να το σκέφτεται, τελικά τον ακολούθησε.

Η Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα έχει τη δική της ξεχωριστή μαγεία. Χριστούγεννα στην πόλη του έρωτα, έτσι την είχε στο μυαλό του τη Θεσσαλονίκη. Ο Γιώργος την ήξερε καλά. Άλλωστε, εκεί έμενε. Η Ελισάβετ βρισκόταν μόνο για τις διακοπές. Ξεκινώντας, λοιπόν, απ’ την Αριστοτέλους, ένα μέρος τόσο φωτεινό, τόσο μαγεμένο, τόσο μοναδικό, πορεύονταν προς τον Λευκό Πύργο και λίγο παραπέρα, όπου τα φώτα θα χαμήλωναν κι η θέα θα γινόταν ξεχωριστή. Η αύρα τους γινόταν όλο και πιο ζεστή. Τα βλέμματά τους δε σταματούσαν να συναντιόνται. Τα λόγια τους ατελείωτα. Τα γέλια να προδίδουν μια ευτυχία κι ένα πάθος ανεξήγητο.

Καθώς προχωρούσαν, σταμάτησαν να πάρουν κάτι για να πιουν κι έπειτα κάθισαν μπροστά απ’ τη θάλασσα. Τη μάγευε η θάλασσα. Το ίδιο κι αυτόν. Ενώ η Ελισάβετ μιλούσε, ο Γιώργος τη χάζευε, χωρίς πραγματικά να ακούει αυτά που λέει. Οι σκέψεις του, καθώς την κοιτούσε, πλημμύριζαν ένα συναίσθημα ευτυχίας, συνάμα κι απορίας. «Δεν μπορεί να ήρθε στη ζωή μου τυχαία», σκεφτόταν, «Δεν μπορεί όλο αυτό που μου προκαλεί να σβήσει τόσο απλά».

«Με ακούς;», τον ρώτησε με απορία η Ελισάβετ σε κάποια φάση. Οι σκέψεις του Γιώργου σταμάτησαν απότομα. Τα μάτια του, όμως, όχι. Την πλησίασε περισσότερο, την αγκάλιασε και της είπε: «Κοίτα τα αστέρια πώς λάμπουν, Ελισάβετ. Κάπως έτσι λάμπουν και τα Χριστούγεννα για μένα φέτος».

Σκάλωσε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν μπορούσε καν να κατανοήσει αν αυτό που άκουσε την αφορούσε ή όχι. Βαθιά μέσα της το πίστευε. Το ένιωθε. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Οι ματιές ξεκάθαρες. Και παρ’ όλο που το κρύο ήταν τσουχτερό, οι δυο τους ζεσταίνοντας ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν ένιωθαν την παγωνιά.

Βλέποντάς την ξανά στα μάτια, ήρθαν πιο κοντά και το πρώτο τους φιλί δεν άργησε πολύ. Οι ώρες περνούσαν, μα καμιά αίσθηση του χρόνου δεν υπήρχε. Μέχρι που τους βρήκε το ξημέρωμα. Αγκαλιά, μπροστά στη θάλασσα και με έναν έρωτα να γεννιέται. Στα πρόσωπα τους χαραγμένη μια μαγεία. Η μαγεία των Χριστουγέννων.

Συντάκτης: Άντρια Χατζηθωμά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη