Λίγο, λοιπόν τα Χριστούγεννα που από μόνα τους έχουν μια ιδιαίτερη μαγεία, λίγο και τα συναισθήματα τα οποία γεννήθηκαν εκείνο το ξημέρωμα, όλα μαζί δημιούργησαν μια ξεχωριστή στιγμή. Αφού τους βρήκε η ανατολή αποφάσισαν να αποχωρήσουν και να πορευτούν προς τα σπίτια τους. Μόνο που κανείς απ’ τους δυο δεν ήθελε να χάσει αυτές τις στιγμές, έτσι ο Γιώργος είχε μια ιδιαίτερη σκέψη.

«Θες να περάσουμε την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι μου;», της ζήτησε λίγο διστακτικά, αλλά χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά.

Κι ενώ το μυαλό της Ελισάβετ προσπαθούσε να επικρατήσει λέγοντας «όχι» στην προσφορά του Γιώργου, τελικά η καρδιά ήταν αυτή που νίκησε και κατέληξαν στη ζεστή φωλιά του Γιώργου. Αφού κάθισαν στο σαλόνι και πήραν πρωινό μαζί -το οποίο ετοίμασε ο Γιώργος-, αποφάσισαν να συνεχίσουν με μια ταινία. Κι όπως και να το κάνουμε οι ταινίες σε τέτοιες καταστάσεις σε φέρνουν πιο κοντά. Αγκαλιά, χέρι-χέρι, ζούσαν τη στιγμή. Ούτε το πριν, ούτε και το μετά είχαν κατά νου. Ήθελαν να το απολαύσουν, να ζήσουν κάθε λεπτό αυτής της παράξενης ομορφιάς που ένιωθαν. Και το ζούσαν. Η ταινία δεν είχε και πολύ σημασία, αφού τα βλέμματά τους δε σταμάτησαν ποτέ ν’ ανταμώνουν.

Δεν ήταν ο σκοπός η ταινία, αλλά όλο αυτό το σκηνικό. Καθημερινό, συνηθισμένο για κάθε ζευγάρι, όμως γι’ αυτούς παρέμενε ξεχωριστό. Μαγεμένο, σαν να μην το είχαν ζήσει ποτέ ξανά. Κι ας ήταν εκεί σε κάθε τους προηγούμενη σχέση. Ήταν τα δυο τους. Αυτοί κι οι ματιές, οι αγκαλιές και όλα, όσα ακούγονταν στον αέρα, χωρίς πραγματικά να έχουν μιλήσει μεταξύ τους. Δυο άγνωστοι που συναντήθηκαν τυχαία σε μια καφετέρια και η ζωή τους έφερε στο ίδιο μονοπάτι. Κι ενώ ήθελαν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον κανείς απ’ τους δυο δεν ήξερε τι να πει, από πού να ξεκινήσει. Τελικά την αρχή την έκανε η Ελισάβετ. Μικρές, συνήθεις ερωτήσεις, που κάνουν όλοι στην αρχή κάτι εντελώς καινούριου.

Η ώρα είχε περάσει και το βράδυ έκανε ξανά την εμφάνισή του. Η Ελισάβετ έφυγε για το ξενοδοχείο στο οποίο έμενε και ο Γιώργος κάθισε στο σπίτι για απόψε. Δεν τον ένοιαζε και ιδιαίτερα να βγει με τους φίλους του, κι ας ήταν βράδυ Σαββάτου. Όσο κι αν τον έψαχναν αυτός είχε μονάχα στο μυαλό του αυτήν και όλο αυτό που είχε ζήσει το τελευταίο 24ωρο. Αδυνατούσε να πιστέψει πως όλο αυτό ήταν πραγματικό. Έψαχνε να βρει κάπου, έστω κι ένα μικρό λάθος, ένα μικρό ελάττωμά της. Μα δεν μπορούσε να βρει πουθενά. Ίσως και γιατί δεν έψαξε να δει κάτι το οποίο δε θα του άρεσε, ή ίσως και γιατί να μην υπήρχε.

Όπως και να ήταν όμως τα πράγματα, ένιωθε κάτι το οποίο είχε να νιώσει για πολύ καιρό. Ξέρεις αυτές τις «πεταλούδες» στο στομάχι δεν τις νιώθουν μόνο οι γυναίκες, αλλά κάθε ερωτευμένος, απλώς οι άντρες δεν το παραδέχονται ποτέ. Αυτό ένιωθε κι ο Γιώργος, όμως δεν ήθελε να το προσδιορίσει. Δεν ήθελε να πιστέψει πως μια τέτοια γυναίκα μπορούσε να υπάρχει στη ζωή του, όσο κι αν το ήθελε.

Η Ελισάβετ απ’ την άλλη όταν πλέον είχε φτάσει στο ξενοδοχείο, ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άρχισε να κάνει όνειρα, σενάρια και ρομαντικές σκηνές -έτσι είμαστε εμείς οι γυναίκες, λίγο ονειροπόλες στον έρωτα. Ήξερε πως ένιωθε και δεν το αρνιόταν, ήθελε να ζήσει τη μαγεία. Δεν έψαχνε λεπτομέρειες κι ελαττώματα, ήθελε να τον γνωρίσει κι ας είχε όλα τα ελαττώματα του κόσμου. Την έκανε να νιώσει σημαντική, ξεχωριστή, ποθητή κι ας μην την είχε καν αγγίξει. Τις σκέψεις τις όμως διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Μήνυμα. Όχι απ’ οποιοδήποτε. Μήνυμα απ’ τον Γιώργο.

«Σε μια ώρα να είσαι έτοιμη. Θα έρθω να σε πάρω. Και μην ετοιμαστείς όπως-όπως. Φόρα τα καλά σου».

Με μια περιέργεια κι έναν ενθουσιασμό ταυτόχρονα άρχισε να ετοιμάζεται. Δεν ήξερε τι να βάλει. Κάτι εντυπωσιακό ή κάτι πιο κλασάτο. Δεν ήξερε ούτε πού θα πήγαιναν. Ντύθηκε με ό,τι πίστευε κατάλληλο και κατέβηκε στην είσοδο όπου την περίμενε ο Γιώργος. Μετά από 10 λεπτά δρόμο είχαν φτάσει στον προορισμό τους.

«Τι είναι εδώ;», ρωτάει με απορία η Ελισάβετ.

«Ανέβα και θα δεις!».

Αφού ανέβηκαν λοιπόν, ο εντυπωσιασμός στο πρόσωπο της δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ένα μέρος με χαλαρή, ρομαντική μουσική, γεμάτο τριαντάφυλλα απ’ το πάτωμα μέχρι και το τραπέζι. Ένα και μοναδικό τραπέζι. Roof Place, με θέα την όμορφη Θεσσαλονίκη. Πρωταγωνιστές μονάχα οι δυο τους και κανένας κομπάρσος. Κεριά αναμμένα κι η σαμπάνια έτοιμη στο πλάι του τραπεζιού.

Ρομαντικό δείπνο. Κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν, τα είπανε κι ο χορός ακολούθησε. Η βραδιά όμως δεν τελείωσε εκεί. Τα είχε όλα σκεφτεί ο Γιώργος. Πήγαν στο σπίτι του κι εκεί την περίμενε μια δεύτερη έκπληξη. Δυο εισιτήρια με προορισμό το Παρίσι. Αποδεδειγμένα ο πιο ρομαντικός προορισμός. Η Ελισάβετ δεν είχε λόγια. Δεν το περίμενε και η αντίδρασή της ήταν απόλυτα αυθόρμητη. Φιλί κι έπειτα η συνέχεια αναμενόμενη! Το πρώτο τους βράδυ. Η πρώτη τους φορά. Κι όλα έμοιαζαν υπέροχα.

Την επομένη κιόλας, η Ελισάβετ επέστρεψε στην Αθήνα για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές της και να ετοιμάσει βαλίτσα για κάτι που πίστευε πως θα ήταν αξέχαστο. Σε δυο μέρες θα επέστρεφε Θεσσαλονίκη, έπρεπε να τακτοποιήσει τα πάντα κι ο χρόνος δεν έφτανε, όμως τα κατάφερε! Ένα ταξίδι, λοιπόν, τους περίμενε και η αγωνία αλλά και ο ενθουσιασμός ήταν τα επικρατέστερα αισθήματα μέχρι το μεγάλο γεγονός.

Τι θα γινόταν σ’ αυτό το ταξίδι; Σε τι θα κατέληγε; Όλα μπορούσαν να γίνουν και οι δυο περίμεναν να το μάθουν με την ίδια αγωνία.

Συντάκτης: Άντρια Χατζηθωμά
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου