Η Μαρίνα ήταν ακόμη τυλιγμένη στα σεντόνια. Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι και το μυαλό της γυρισμένο στο παρελθόν. Τη θυμόταν εκείνη την κούρσα, ήταν η τελευταία της. Στα 21 της ο αγώνας κι η προσπάθεια την είχαν ανεβάσει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου. Ασημένιο μετάλλιο. Δεν ήταν και τόσο χάλια να έρχεσαι δεύτερος τελικά. Μέχρι εκεί κατάφερε να φτάσει. Το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ολλανδία ήταν το ζενίθ της. Δεν άντεχε άλλο το σώμα της, δεν είχε άλλο να δώσει.

«Δεν μπορώ να μείνω, πρέπει να φύγω.» Καλά-καλά δε θυμόταν πόσες φορές είχε ακούσει απ’ τα χείλη του Στράτου εκείνες τις λέξεις. Κάθε φορά είχε την ελπίδα πως εκείνος θα μείνει. Κάθε φορά αυτή του η κουβέντα της έκοβε την καρδιά.

Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν τον γνώριζε, με τίποτα δε φανταζόταν αυτή την εξέλιξη. Δύο συνειδητοποιημένοι νέοι που θέλουν να ζήσουν. Ούτε δεσμεύσεις, ούτε υποχρεώσεις, ούτε έρωτες. Μόνο ένα κοινό κρεβάτι μερικά βράδια. Κι ήταν εκείνη η ευαίσθητη, πληγωμένη ψυχή του που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια της σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα.

-Αισθάνομαι ανακούφιση όταν είμαι κοντά σου. Με ηρεμείς.

-Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη, Στράτο, θέλω να είσαι αληθινός όταν είσαι μαζί μου.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί για πρώτη φορά. Το είχαν κι οι δύο ανάγκη, όμως η Μαρίνα λίγο παραπάνω. Είχε έρθει η ώρα ν’ ανοιχτεί, να δεθεί με αυτόν τον άνθρωπο. Ήξερε πως τον είχε δικό της και δεν είχε ανάγκη από ταμπέλες. Μέσα στους τέσσερις τοίχους η Μαρίνα έπαιρνε ό,τι ήθελε, είχε ό,τι χρειαζόταν. Η επαφή τους μεγάλωνε καθημερινά, τα συναισθήματά της δυνάμωναν και θέριευαν.

-Θα έρθεις απόψε; Του ψιθύρισε η Μαρίνα φεύγοντας απ’ το καθιερωμένο στέκι.

-Όχι, δεν έχω όρεξη απόψε. Ίσως αύριο.

Κι ήταν η πρώτη φορά μετά από μια ολόκληρη χρονιά που εκείνος δε θα ερχόταν. Πάντα δεχόταν όταν η Μαρίνα του το πρότεινε. Ούτε στο τηλέφωνο απάντησε την επόμενη μέρα. Ούτε τη μεθεπόμενη.

Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε έξω απ’ το σπίτι του τρεις ημέρες αργότερα να χτυπάει το κουδούνι.

-Τι κάνεις εσύ εδώ;

Το βλέμμα του είχε αλλάξει, ήταν σκληρό. Δεν την κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο.

-Γιατί δεν απαντάς στα τηλεφωνήματά μου; Γιατί εξαφανίστηκες; Αν έκανα κάτι, θέλω να το ξέρω.

-Μαρίνα, άκουσέ με. Τίποτα δεν έκανες, ηρέμησε. Εγώ είμαι μπερδεμένος και δε θέλω να νομίζεις ότι…

-Υπάρχει άλλη;

Τον διέκοψε αμέσως η Μαρίνα. Ήταν σίγουρη πως η δικαιολογία που πήγαινε να ξεστομίσει ο Στράτος ουδεμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα.

-Πέρασε μέσα. Πρέπει να μιλήσουμε.

Οι τύψεις που ένιωθε ήταν ολοφάνερες στο πρόσωπό του. Το κορμί του είχε κυρτώσει κι οι κινήσεις του ήταν κοφτές. Ποτέ του δεν της είχε πει ψέματα κι ήξερε πως ούτε αυτή τη φορά το αξίζει.

-Δε θέλω να σε κοροϊδεύω, Μαρίνα. Δε νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Ξέρεις, υπάρχει μια άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Είχαμε κάτι πριν πολύ καιρό, όμως, εμένα δε μου έχει περάσει. Νόμιζα πως είμαι εντάξει, αλλά δεν είμαι.

Εκείνη στέγνωσε. Μόνο τα μάτια της ήταν υγρά μα δε θ’ άφηνε έστω κι ένα δάκρυ της να κυλίσει μπροστά του. Δεν ήξερε τι να πει, δεν είχε κάτι εύκαιρο να του απαντήσει.

-Μην είσαι έτσι, σε παρακαλώ. Νιώθω ακόμα πιο απαίσια όταν σε βλέπω έτσι. Μη βιαστείς να βγάλεις λάθος συμπεράσματα, δεν είναι ότι δε σε θέλω. Ή ακόμα χειρότερα ότι δε σε θέλησα ποτέ μου. Όλο αυτό τον καιρό έχω αισθανθεί πολλά πράγματα για σένα, όμως το μυαλό μου είναι κολλημένο εκεί, σ’ εκείνη.

-Εκείνη το ξέρει;

-Το ξέρει.

Κι η Μαρίνα ήθελε να ξέρει. Ήθελε να μάθει γι΄ αυτή τη γυναίκα, ήθελε να μάθει με κάθε λεπτομέρεια πώς αισθάνεται ο Στράτος για κείνη.

-Πώς τη λένε;

-Ελένη.

-Την ξέρω;

-Δεν ξέρω, μπορεί. Δεν έχει σημασία.

-Άρα την έχω δει.

Τον ήξερε το Στράτο σαν την παλάμη της.  Φυσικά και την είχε δει. Φυσικά κι όλο αυτό το διάστημα υπήρχε κι εκείνη στη ζωή του, ανάμεσά τους. Όμως η ψυχή της ήταν κάτι παραπάνω από δυνατή. Πάντα οι άνθρωποι που αγαπάει έχουν προτεραιότητα κι ας πληγώνονται τα δικά της αισθήματα. Ο ρόλος της Μητέρας-Τερέζας χωρίς να της έχει ζητηθεί.

-Τι θέλεις να κάνω;

-Δεν είμαι σε θέση να το κρίνω εγώ αυτό, μα είμαι σίγουρος πως δε θέλω να σε χάσω.

-Έχεις σκοπό να προσπαθήσεις να τη βγάλεις απ’ τη ζωή σου;

-Θέλω να προσπαθήσω μαζί σου. Σε χρειάζομαι, Μαρίνα.

Ήταν έτοιμη για το λάθος βήμα. Όμως για να πέσεις απ’ το γκρεμό χρειάζεται σκέψη. Τόσο πολύ τον αγαπούσε που δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του να υποφέρει για τον έρωτα μιας άλλης. Έπρεπε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση.

-Δώσε μου λίγο χρόνο να σκεφτώ και θα σου τηλεφωνήσω. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε θέση να συζητήσω τίποτα.

Δέκα μέρες πέρασαν χώρια του. Ένα ερείπιο είχε καταντήσει, δεν είχε μυαλό για τίποτα πια. Όσο και να το σκεφτόταν πάντα η αξιοπρέπειά της έμπαινε σε δεύτερη μοίρα. Του τηλεφώνησε:

-Εγώ είμαι. Τι κάνεις; Θέλω να βρεθούμε.

-Καλά είμαι. Χαίρομαι πολύ που μου τηλεφώνησες. Τι ώρα θέλεις;

-Κατά τις 10 είναι καλά; Στο σπίτι μου.

-Θα είμαι εκεί. Φιλιά.

Εκείνο το βράδυ η Μαρίνα προσπάθησε να δείχνει όσο πιο όμορφη γίνεται. Λες και θα τον έβλεπε για πρώτη φορά. Όταν χτύπησε το κουδούνι αισθάνθηκε ακριβώς όπως τότε. Το έντονο καρδιοχτύπι της δεν την άφησε να βγάλει μιλιά. Τον αγκάλιασε, τον έσφιξε με μανία πάνω της μήπως και κατάφερνε να τον βάλει μέσα της μια για πάντα. Να μην ξαναφύγει, να μην τον ξαναχάσει.

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη