Διαβάστε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Ο Χάρης ήταν έτοιμος να φύγει για ταξίδι στο εξωτερικό. Ήταν στη Θεσσαλονίκη για λίγες ώρες μόνος μέχρι να πάει στο αεροδρόμιο, εκεί που θα ήταν κι η Μαριάννα. Κανείς απ’ τους δυο όμως δεν το ήξερε.

Τριγυρνούσε μόνος, δεν είχε τι να κάνει κι είπε να την πάρει τηλέφωνο μπας και πιουν εκείνον τον καφέ που έλεγαν εδώ και κάτι μήνες. Στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε την εντύπωση πως ακόμη η Μαριάννα θα ήταν εκεί γι’ αυτόν όποτε το ζητήσει, όποτε ξέμενε από ενδιαφέρον. Έτσι έκανε κι όταν ήταν μαζί. Όποτε ήθελε προσοχή, στρέφονταν πάλι σε εκείνη. Δε φαντάστηκε όμως πως πλέον η Μαριάννα κουράστηκε να τρέχει από πίσω του και να αναμένει επιστροφές. Άλλωστε, οι άνθρωποι κανέναν δεν περιμένουν.

Η Μαριάννα έφτασε στο αεροδρόμιο. Στην καφετέρια την περίμεναν οι φίλες της. Ετοιμάζονταν για ταξίδι στο εξωτερικό για πολλές μέρες. Ήθελαν όλες να ξεφύγουν απ’ τα προβλήματά τους. Τους είπε για το τηλεφώνημα που δέχτηκε πριν φτάσει. Καμιά τους δεν ήξερε τι να πει. Μόνο σάστισαν που είδαν επιτέλους εκείνη τη Μαριάννα που τους είχε λείψει, το πρόσωπό της εκείνο που δεν επέτρεπε σε κανένα να τη θυμάται όποτε τον συμφέρει.

Πήγαν μέσα για το check in και την αναμονή για επιβίβαση. Λίγο πριν κλείσει το κινητό της, έρχεται ένα νέο μήνυμα. «Να περάσεις τέλεια κι εγώ θα σε περιμένω πίσω με μια τεράστια αγκαλιά», της έγραψε εκείνος. Ποιος εκείνος; Η καινούργια της σχέση φυσικά, η ηρεμία της, ο άνθρωπος εκείνος που μπήκε ξαφνικά στη ζωή της για να της θυμίσει πως ο έρωτας δεν πονάει πάντα.

Βέβαια, στο μυαλό της, ίσως έκανε μία ευχή το μήνυμα αυτό να είχε αποστολέα τον Χάρη. Μετάνιωσε που του μίλησε έτσι κατά βάθος, μετάνιωσε που είχε μία ευκαιρία να τον δει μετά από τόσο καιρό. Αλλά καλύτερα γιατί όλα είναι θέμα επιλογών και πλέον η Μαριάννα επέλεγε μόνο εκείνα τα πράγματα που θα την πήγαιναν ένα βήμα μπροστά.

Ήξερε πως αν έβλεπε το πρόσωπό του μετά από μισό χρόνο σχεδόν, η καρδιά της θα σταματούσε στη στιγμή κι ο χρόνος θα πάγωνε στο χαμόγελό του. Όλα θα σταματούσαν και το κάθε βήμα μπροστά που έκανε θα διαγράφονταν ακαριαία, σαν να μην έγινε ποτέ.

Ο Χάρης είχε γίνει πια ορόσημο στη ζωή της Μαριάννας. Ο κάθε έρωτας που επρόκειτο να περάσει απ’ τη ζωή της, θα περνούσε πρώτα μια σύγκριση μαζί του και μετά μια έγκριση. Τι κι αν είχαν προχωρήσει κι οι δυο κι ήταν πια καλά; Καμιά σημασία δεν είχε. Ήταν ο ένας για τον άλλο αυτό το δυνατό που για καιρό αφήνει υπολείμματα και δηλητηριάζει νέες αρχές κι ιστορίες.

Έφτασε κι ο Χάρης στο αεροδρόμιο. Θα έφευγε κι αυτός στο εξωτερικό να δει τον κολλητό του. Ήθελε να ξεφύγει απ’ όλους κι απ’όλα. Το μόνο που θα του έλειπε ήταν η καινούργια και ξεχωριστή κοπέλα του, που την παρακαλούσε να έρθει μαζί του, αλλά εκείνη δε μπόρεσε. Θα ήταν ψέμα όμως αν έλεγα πως δε σκέφτηκε ούτε μια στιγμή τη Μαριάννα καθώς γυρνούσε μόνος.

Έτρεχε να πάει κι αυτός στην πύλη του για να φύγει, είχε αργήσει επικίνδυνα. Κι έτσι όπως έτρεχε μέσα στο πλήθος μετά από εκείνον τον βιαστικό σωματικό έλεγχο και περνούσε τις πύλες τη μία μετά την άλλη, κάπου ανάμεσα στο Β7 και το Β6, είδε μια γνώριμη μορφή. Στην αρχή νόμιζε πως τον γελούν τα μάτια του. Μετά κατάλαβε και πάγωσε.

Επτά μήνες απουσίας κι απόστασης κι είδε τελικά τη Μαριάννα σε ένα αεροδρόμιο να φεύγει. Την είχε ξαναδεί να φεύγει, αλλά τότε δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Έμεινε εκεί στη γωνία να τη χαζεύει, να βλέπει πόσο άλλαξε, πόσο μεγάλωσε. Δε τον ένοιαζαν οι περαστικοί κι οι βαλίτσες που τον χτυπούσαν στο πέρασμά τους.

Μέσα σε μία στιγμή άλλαξαν όλα. Αυτή ήταν η ευκαιρία που χρειάζονταν. Δεν τον ένοιαξε τίποτα, δε θα την άφηνε άλλη μια φορά να φύγει. Η Μαριάννα έτρεχε και εκείνη φορτωμένη να προλάβει. Και τότε ο Χάρης αλλάζει πορεία και πηγαίνει απ’ την άλλη. Το μεγάφωνο να τρίζει για την επιβίβαση της πτήσης του κι εκείνος όλο και να απομακρύνεται απ’ την επιβίβαση.

Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν σχεδόν από πίσω της. Η Μαριάννα ούτε που τον είχε προσέξει. Εκείνος παρατηρούσε με κάθε λεπτομέρεια το κάθε της βήμα. Ήταν επιτέλους από πίσω της, έκανε στην άκρη τόσους επιβάτες και την έφτασε. Σχεδόν μύριζε το άρωμά της, η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει. Η Μαριάννα είχε δώσει το εισιτήριό της και μπήκε στο διάδρομο για επιβίβαση.

Δεν μπορούσε να μπει εκεί και το ήξερε. Είχε πολύ λίγα λεπτά ακόμη στη διάθεσή του. Παραβίασε τα πάντα. Παρακάλεσε την αεροσυνοδό να τον αφήσει να μπει στο διάδρομο. Κατηγορηματικό «όχι» πήρε ως απάντηση. Ο Χάρης πέταξε τα πράγματά του, πήδηξε τις μπάρες και μπήκε μέσα.

Φώναξε με όλη του τη δύναμη το όνομά της. Εκείνη πάγωσε. Νόμιζε πως ήταν κάποιο κακόγουστο αστείο. Ήταν εκείνος, μα πώς τη βρήκε; Δεν ήξερε πώς να φερθεί. Μετά από δυο επιβάτες ήταν η σειρά της να μπει. Εκείνος στέκονταν ακίνητος στην άλλη άκρη.

Γύρισε το κεφάλι της, τον είδε. Τα θυμήθηκε όλα σε ένα λεπτό. Έτρεξε στο μέρος του, τον κοίταξε μέσα στα μάτια για δυο λεπτά. «Δε θα σε αφήσω πάλι να μου φύγεις», της είπε. «Κρίμα», απάντησε, «Έχω φύγει τόσες φορές και άλλες τόσες έχω γυρίσει μόνη, κουράστηκα να αγαπάω και για τους δυο μας». Του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μπήκε τρέχοντας στο αεροπλάνο.

Έμεινε ο Χάρης να κοιτάει σαν χαζός. Έμεινε να σκέφτεται σε γρήγορη κίνηση τα λάθη του. Γύρισε πίσω. Το έχασε το αεροπλάνο του, το έχασε και το κορίτσι του. Γιατί έτσι είναι. Τα μεγάλα ταξίδια του έρωτα, συνήθως δεν έχουν εισιτήριο επιστροφής και ναύλα τα λάθη.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι σκόπιμη. Η ζωή σκηνοθετεί τις καλύτερες ιστορίες αγάπης και μίσους, αγάπες που ξεκινάνε από σπίθες μέσα σε δύο μάτια και καταλήγουν σε φωτιά ικανή να κάψει ανθρώπινη σάρκα. Δεν ξεφεύγεις απ’ τον μεγάλο έρωτα, πάντα κάπου παραμονεύει. Δεν ξεφεύγουν οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ, πάντα θα ζει ο ένας μέσα στον άλλο.

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη