Με το σακίδιο στην πλάτη να περιλαμβάνει τα απολύτως απαραίτητα, ανέβηκε πάλι στη μηχανή αυτήν τη φορά όμως με άλλη διάθεση. Αυτήν τη φορά πήγαινε κάπου που λαχταρούσε, έκανε κάτι που γνήσια του προκαλούσε ευχαρίστηση και ξαφνικά η ζέστη έγινε βάλσαμο κι ο ήλιος που κατηφόριζε προς τη Δύση έμοιαζε με φίλο που κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Με ένα μειδίαμα σκανταλιάρικου παιδιού οδήγησε γρήγορα στους άδειους δρόμους μέχρι το λιμάνι κι όπως έτρεχε η μεγάλη κυβισμού μηχανή του, έτσι έτρεχε κι ο νους του. Όχι στο παρελθόν, όχι στην πρώην, αυτά διαγράφτηκαν σε μία στιγμή· μάλλον τη στιγμή που έκλεισε τα εισιτήρια.

Σκεφτόταν πως το ίδιο βράδυ θα βρισκόταν στην Πάρο με τον κολλητό του. Διακοπές είχαν να κάνουν μαζί πολλά χρόνια τώρα. Μια είχε σχέση ο ένας, μια είχε ο άλλος, κάπου δε συνέπιπταν οι άδειές τους, κάπου δεν μπορούσαν να συντονιστούν, όμως οι μνήμες είναι ανεξίτηλες από εκείνο το καλοκαίρι της ενηλικίωσής τους. Τότε που ο Άρης ακολούθησε το Νίκο σε κάθε παλαβομάρα που σκαρφιζόταν, τότε που επέστρεψαν με ηλίαση κι ένα παρ’ ολίγον μόνιμο hangover. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Άρης έγινε για λίγο Νίκος κλέβοντάς του λίγη ανεμελιά και λίγη τρέλα. Ακόμα κι αν φαινομενικά ο Νίκος ήταν «κακή επιρροή» για τον Άρη υπήρξε πάντα η καλύτερη, λες και ήταν το alter ego του.

Αυτήν τη φορά οι διακοπές τους θα ήταν μικρές –πολύ μικρότερες απ’ όσο θέλει− μα δεν εστιάζει σ’ αυτό. Αναλογίζεται μονάχα πόσα τον ενώνουν με το φίλο του, πόσα έχουν περάσει και ότι τώρα έχουν μια ευκαιρία να κάνουν αυτό το καλοκαίρι ορόσημο, όπως ακριβώς υπήρξε και το καλοκαίρι στα ξέγνοιαστα 18 τους. Σκέφτεται πώς θα κάνει μια αρχή κι ας είναι Αύγουστος. Ας βρίσκεται κοντά στη λήξη του καλοκαιριού, θα γυρίσει σελίδα και θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Στο μυαλό του καθ’ όλη τη διαδρομή κυριαρχεί μία ιδέα· αυτή της ανανέωσης.

Μπαίνει στο πλοίο κι αφήνει τη μηχανή του στο γκαράζ. Ανεβαίνει στο κατάστρωμα και παίρνει έναν καφέ. Πίνει με λύσσα μια γερή γουλιά του «καραβίσιου» του καφέ, μα δεν ενοχλείται που είναι ένα πικρό ξέπλυμα. Η αίσθηση της ελευθερίας είναι τόσο γλυκιά που δε γεύεται τίποτα άλλο. Βγάζει το κινητό του και φωτογραφίζει το πλαστικό ποτήρι του καφέ και το εισιτήριο. Την στέλνει στον κολλητό του σβήνοντας έτσι τις αμφιβολίες του. Ο Νίκος που αδυνατούσε να πιστέψει πως ο κατά τ’ άλλα προβλέψιμος φίλος του δρα αναπάντεχα, τώρα πανηγυρίζει. Το ίδιο πανηγύρι έχει στήσει μέσα στον Άρη κι ο καταπιεσμένος του εαυτός. Εκείνη η πλευρά του που ωρίμασε απότομα κι άτσαλα όταν έχασε τη μητέρα του.

Κάθεται για λίγο στην πρύμνη μέχρι να χαθεί ο Πειραιάς απ’ τα μάτια του, μέχρι να πιει και την τελευταία γουλιά του απαίσιου καφέ του και σκέφτεται πόσα αφήνει πίσω του με την ίδια του τη μιζέρια να κλέβει την πρωτιά. Σ’ αυτήν την πρύμνη, πάνω απ’ τους αφρούς της προπέλας, ξεκινά να καταλαβαίνει πόσο ανάγκη είχε μια αλλαγή. Τώρα που άρχισε ν’ ανασαίνει πιο ανάλαφρα, πιο εύκολα, αντιλαμβάνεται ότι είχε μείνει στάσιμος για καιρό, ότι βάλτωσε κι ότι έπρεπε να είχε κάνει αλλαγές στη ζωή του, στην καθημερινότητά του, μα και στην ίδια του τη στάση απέναντι στα πράγματα πολύ νωρίτερα και δραστικά.

Κι όσο ο Άρης έκανε την αυτοψυχανάλυσή του στο κατάστρωμα, ο ήλιος έδυε δίνοντας τη θέση του στη σελήνη και το καράβι πλησίαζε στην Πάρο. Παρ’ ότι δε θεωρεί τον εαυτό του ρομαντικό τύπο, κάτι σε εκείνο το δειλινό τον έκανε να ριζώσει στο κατάστρωμα παρακολουθώντας τον ήλιο να χάνεται και τον ουρανό να αλλάζει χρώματα. Ίσως να μην ήταν καν το ηλιοβασίλεμα το θέαμα που του επιβαλλόταν, αλλά η αλλαγή που προκαλούσε ο ίδιος στον εαυτό του μέσα απ’ τις σκέψεις του τώρα που τα έβλεπε όλα με άλλη ματιά. Μετακινήθηκε δυο φορές, μία για να τσιμπήσει κάτι και μία για να αποβιβαστεί.

Βράδυ πια, το πλοίο δένει στην Παροικιά κι ο Άρης παίρνει το δρόμο για τη Νάουσα όπου μένει και δουλεύει ο κολλητός του. Σταματάει στο γεφυράκι και βγάζει το κινητό του για να καλέσει το φίλο του, ώστε να του πει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί. Εκεί βλέπει μερικές πάπιες να προχωρούν σαν να κάνουν πορεία ενώ κάποιοι τουρίστες χαμογελούν και τις φωτογραφίζουν. Το κινητό καλεί μα ο φίλος του δεν απαντά. Μάλλον θα ετοιμάζεται για τη δουλειά του, σκέφτεται, και δεν το ακούει. Πάει να βάλει το κινητό στην τσέπη και κατεβαίνει απ’ τη μηχανή όταν νιώθει κάτι να τον σκουντάει. Γυρνά ενστικτωδώς και προς έκπληξή του βλέπει ένα φουντωτό σκύλο να σπρώχνει τη μουσούδα του πάνω στο μηρό του κρατώντας μια μπάλα του τένις.

Ο σκύλος τον κοιτά και κουνάει την ουρά του. Ο Άρης γελάει έκπληκτος και πιάνει το μπαλάκι που του δίνει ο νέος του φίλος. Ο σκύλος το αφήνει και κάνει λίγα βήματα πίσω κουνώντας πιο έντονα την ουρά του αναμένοντας να το πετάξει για να του το φέρει. Ο Άρης δεν τον κακοκαρδίζει και συμμετέχει στο παιχνίδι του ευχαρίστως στέλνοντας την μπάλα προς τον πεζόδρομο κι ο σκύλος τρέχει να την πιάσει και του την επιστρέφει γρήγορα.

«Ρούντυ!» ακούγεται μια γυναικεία φωνή σαν να μαλώνει το σκύλο κι ο Άρης αντανακλαστικά γυρνά προς το μέρος της κοπέλας που φώναξε το σκύλο. Αντικρίζοντάς την για λίγο ο χρόνος σαν να πάγωσε. Για μερικά δευτερόλεπτα κοίταζε την κοπέλα σαν να έβλεπε κάτι υπέροχο. Στα μάτια του, η ιδιοκτήτρια του σκύλου έχει το πιο όμορφο χαμόγελο που έχει δει και δυο καστανά, μεγάλα μάτια που σε αιχμαλωτίζουν. Το κορίτσι του χαμογελά κι έρχεται κοντά του όσο εκείνος αποσβολωμένος χαζεύει τα μαύρα της μαλλιά που ο αέρας φέρνει στο πρόσωπό της κι εκείνη ενοχλημένη προσπαθεί να τα διώξει. Δένει το σκύλο με το λουρί του και απευθυνόμενη στον Άρη απολογείται για τον απαιτητικό και παιχνιδιάρη σκύλο της.

Ο Άρης ψελλίζει «Κανένα πρόβλημα» και στέκει να την κοιτάει καθώς φεύγει. Το κινητό χτυπάει, ο Νίκος του λέει πού πρέπει να πάει και μόλις το κλείνει συνειδητοποιεί πως η κοπέλα έφυγε κι εκείνος δεν ξέρει καν το όνομά της. Ξέρει μόνο πως θέλει οπωσδήποτε να την ξαναδεί.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου