Διάβασε εδώ το Μέρος Α’.

 

Πέρασαν έξι μήνες, έφτασε το καλοκαίρι, οπού υποτίθεται ο Γιώργος θα είχε άδεια. Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, ούτε που το κατάλαβαν. «Πότε επιτέλους θα συναντηθούμε;», ρωτούσε και ξανά ρωτούσε η Άννα. «Με την πρώτη ευκαιρία, μπουμπούκα, θέλω πολύ να σε δω από κοντά, επιτέλους. Θα γυρίσω σύντομα» . Κι η Άννα ήλπιζε, ότι όντως επιτέλους κάτι θα άλλαζε και θα γινόταν πραγματικότητα όλη αυτή η ψηφιακή ιστορία, δε θα έμενε πίσω από μία οθόνη, στις λέξεις ενός πληκτρολογίου.

Ήθελε να τον δει από κοντά, να του μιλήσει, να τον αγγίξει, να τον μυρίσει, να τον νιώσει δίπλα της. Αλλά όσο ήθελε να το πιστέψει όλο αυτό, σαν πραγματικό, άλλο τόσο κάτι δεν της κολλούσε τον τελευταίο καιρό, κάτι ένιωθε πως δεν πήγαινε καλά. Ήταν κάτι απ’ την αναβλητικότητά του, ήταν ότι είχε την αίσθηση ότι ο Γιώργος είχε γίνε λίγο πιο απόμακρος; Κάτι δεν της ταίριαζε. Παρ’ όλα αυτά καθησύχαζε τον εαυτό της, λέγοντας: «Μπα, στο μυαλό μου θα είναι όλα».

Η Άννα έμενε σε μια επαρχιακή πόλη, μόνη ως φοιτήτρια, τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της. Όλον αυτόν τον καιρό είχε κάνει τις παρέες της, είχε και διάφορες περιπέτειες, αλλά όσο ήθελε να κάνει μία σταθερή σχέση, δεν τα κατάφερνε, λόγω συγκυριών, κυρίως. Τελευταία, όμως, η ζωή της είχε αλλάξει. Ένιωθε ένα δέσιμο με τον Γιώργο, ένιωθε σαν μικρό παιδί.

Ήταν όλη την ώρα με ένα κινητό στο χέρι. Είχε καταντήσει αρρώστια να έχει αλλά κι ουσιαστικά να μην έχει τον άνθρωπο που νόμιζε για δικό της. Οι φίλες της είχαν αρχίσει να την προειδοποιούν εντονότερα, να προσέχει και να προστατεύει τον εαυτό της. Αλλά αυτή είχε κλείσει τα αφτιά και τα μάτια της σε πράγματα που για άλλους θα ήταν ξεκάθαρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον Γιώργο. Η  Άννα, όμως, εκεί.

Έφτασε σε σημείο να κάνει ό,τι της ζητούσε. Ακόμα και προκλητικές φωτογραφίες του έστελνε, για να τον «πείσει». Κι αυτός κάτι λίγες φωτογραφίες κι ηχογραφήσεις της έστελνε, αλλά όχι τόσο πολλές όσο αυτή. «Αυτό δεν είναι και το φυσιολογικό σε μια σχέση;», το δικαιολογούσε στις φίλες της, μήπως και το πιστέψει η ίδια. Της είχε γίνει πλέον εξάρτηση, να του δείχνει όλο και περισσότερα απ’ τη ζωή της, να παλεύει για να τον χωρέσει μέσα. Κι ας μην ήταν στην ουσία εκεί.

Είχε φτάσει πια Ιούνιος. Ο Γιώργος υποτίθεται ότι τώρα είχε άδεια κι επέστρεφε Αθήνα, στο πατρικό του. Αυτή συνέχεια τον ρωτούσε αν μπορεί να έρθει σ’ αυτήν, πριν γυρίσει στην Αθήνα για να περάσουν χρόνο μαζί. «Σε μία εβδομάδα επιστρέφω και θα το κανονίσουμε», της είπε. Δεν το άφησε να αιωρείται έτσι, το κανόνισαν. Να έρθει στην πόλη της, σε δέκα μέρες, ένα βράδυ μιας Κυριακής για να γνωριστούν επιτέλους από κοντά.

Η χαρά της Άννας απερίγραπτη. «Σας τα έλεγα εγώ», έλεγε στην παρέα της. «Είναι αληθινός, με σάρκα κι οστά και μάλιστα θα έρθει εδώ να με δει». «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι», της έλεγε η Ευρυδίκη, κολλητή της απ’ την πρώτη μέρα του πανεπιστημίου, που δεν είχε δει, απ’ την πρώτη στιγμή, με καλό μάτι αυτή τη σχέση της φίλης της απ’ το facebook.

Πέρασαν οι μέρες, μιλούσαν ελάχιστα με τον Γιώργο αυτές τις δέκα, βασανιστικές για την Άννα, μέρες. Τουλάχιστον ήξερε ότι θα τον συναντούσε σύντομα.

Μέχρι που ήρθε επιτέλους αυτή η πολυπόθητη Κυριακή. Κι η Άννα περίμενε στον σταθμό των λεωφορείων, την ώρα που της είχε πει. Δεν ήρθε. Περίμενε όλη μέρα. Μα φυσικά ο «Γιώργος» δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη