Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Η Εύα, που παρακολουθούσε σαν άγρυπνος φρουρός όλο το σκηνικό απ’ την απέναντι πλευρά, έπιασε το χέρι του Μίλτου σε μια προσπάθεια να τον εμποδίσει. Εκείνος της έριξε ένα απολογητικό βλέμμα.

«Καλύτερα να την αφήσεις, Μίλτο. Ανήκουν στο παρελθόν όλα αυτά και δεν υπάρχει λόγος να τα ξαναθυμηθούμε».

Ο Μίλτος δεν αντέδρασε. Άλλαξε κατεύθυνση και προχώρησε με βαρύ βηματισμό προς τους φίλους του. Ελάχιστοι από εκείνους γνώριζαν τη βίαιη συμπεριφορά του Μίλτου τόσο απέναντι στην Αλκυόνη όσο και σε όλες τις επόμενες ερωτικές του συντρόφους. Γινόταν κτητικός κι αυτό τον έκανε αρκετά ευάλωτο στη ζήλια. Κατά συνέπεια κι αρκετά επιρρεπή σε εκδηλώσεις βίας. Κυρίως λεκτικής, αλλά και σωματικής απέναντι στις γυναίκες που αγαπούσε και λάτρευε, όποιος ο ίδιος δήλωνε.

Μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον με τα ίδια χαρακτηριστικά που κι ο ίδιος υιοθέτησε ως έφηβος και παγιώθηκαν στην ενήλικη ζωή του. Γνώριζε πως είναι λάθος, αλλά ήταν ο τρόπος του να δείχνει κι άλλοτε να κρύβει συναισθήματα. Έκανε πολλές προσπάθειες να αλλάξει, ειδικά μετά τη φυγή της Αλκυόνης, όμως πάντα στα ίδια κατέληγε. «Δύσκολα αλλάζει ο άνθρωπος», λέει ο σοφός λαός κι η περίπτωση του Μίλτου δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Την επόμενη μέρα, η Αλκυόνη ξύπνησε με ένα κεφάλι βαρύ που συνοδεύτηκε από έντονο πονοκέφαλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ζήτησε απ’ την κυρά Μαρίκα ένα αναλγητικό κι ευγενικά αρνήθηκε να φάει το λαχταριστό πρωινό που πάνω-κάτω ήταν ίδιο όλες τις μέρες που έμενε εκεί. Πέρασε όλη τη μέρα ξαπλωμένη, είτε να διαβάζει είτε να ασχολείται με το κινητό της. Συχνά την επισκεπτόταν οι δυο μαύρες καταπακτές που είχαν πάρει τη θέση τους στο πρόσωπο του Μίλτου και βάλθηκε να λύσει αυτό το μυστήριο και να ξεπεράσει μια για πάντα αυτήν της τη φοβία.

Ακόμα και τότε που είχε φύγει απ’ το νησί, δεν είχε τη δύναμη να αποχαιρετήσει τον Μίλτο τετ α τετ. Του είχε γράψει γράμμα το οποίο έστειλε αφού ήταν ήδη στη Θεσσαλονίκη κι ήταν σίγουρη πως είναι ασφαλής. Για αρκετά χρόνια το είχε θάψει βαθιά μέσα της. Στην αρχή όλη της τη ζωή στο νησί, έπειτα μεμονωμένα τον Μίλτο κι έπειτα μεμονωμένα τα βίαια περιστατικά. Θεωρούσε πως αν έκρυβε τα τραύματά της εκείνα δε θα φαίνονταν, επομένως η ζωή της θα ήταν όπως ακριβώς κι όλων των παιδιών που ξεκινάνε την ενήλικη τους ζωή ως φοιτητές.

Αργότερα, που μεγάλωσε και ωρίμασαν τα συναισθήματα της, αποφάσισε να μιλήσει με έναν ειδικό για να τη βοηθήσει να αποδεχτεί τα τραύματά της. Να βρει τη δύναμη που είναι κρυμμένη μέσα της και να επιδιώκει πάντα το καλύτερο για εκείνη. Όλα κατάφερε να τα αντιμετωπίσει. Σχεδόν, δηλαδή. Είχε μείνει ένα μικρό υπόλοιπο, τα μάτια του Μίλτου. Αυτά η αλήθεια είναι πως τα απέφευγε. Όχι τόσο γιατί τα φοβόταν πλέον, αλλά γιατί αυτά είχε ερωτευτεί με το πρώτο βλέμμα και τώρα έπρεπε να συμπεριφερθεί πολύ διαφορετικά από αυτό που είχε φανταστεί.

Πήρε την απόφαση να σηκωθεί από το κρεβάτι που είχε βουλιάξει, έκανε ένα μπάνιο και περιποιήθηκε τον εαυτό της. Δε θα το επέτρεπε να αφεθεί και να βουλιάξει στο στρώμα του κρεβατιού. Σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό της Εύας.

-«Βρε καλώς το μου! Όλα καλά, Αλκυονάκι μου;»

-«Ναι, ναι. Έλεγα για βόλτα με το αμάξι, τι λες; Έρχεσαι;», προσπάθησε να δείξει ενθουσιασμένη η Αλκυόνη.

-«Και το ρωτάς; Φυσικά! Σε μισή ωρίτσα είμαι εκεί», είπε η Εύα και στο κλείσιμο του τηλεφώνου η Αλκυόνη βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο με ελαφρύ βηματισμό κατευθυνόμενη στην αυλή που βρίσκονταν ο κυρ Αριστείδης με την κυρά Μαρίκα.

-«Καλώς την ψυχή μου! Να σου βάλω μερικά φρούτα να δροσιστείς;», ρώτησε με μια ανησυχία στο βλέμμα η κυρά Μαρίκα.

-«Ναι, μανούλα, θα τσιμπήσω λίγο σταφύλι», απάντησε η Αλκυόνη ενώ ταυτόχρονα τους έδινε μια μεγάλη αγκαλιά.

Σε λίγη ώρα ήρθε η Εύα, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για μια βόλτα χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Μέσα στο αυτοκίνητο, οι συζητήσεις είχαν να κάνουν περί ανέμων κι υδάτων. Καμία νύξη δεν έγινε για τον Μίλτο κι αυτό ήταν που επεδίωκε η Αλκυόνη.

Μετά από αρκετή ώρα οδήγησης, έφτασαν σε ένα χωριό πιο έξω απ’ το κέντρο της Κέρκυρας. Κάθισαν στην παγωμένη άμμο και παρατηρούσαν το πάφλασμα της θάλασσας.

-«Το πήρα απόφαση, Εύα. Θα τον βρω και θα τελειώσει μια για πάντα όλο αυτό».

-«Ποιος ο λόγος; Νιώθεις πως θα αλλάξει κάτι; Βασικά, θέλεις να αλλάξει κάτι;», την κοίταξε κατάματα η Εύα.

-«Φυσικά κι όχι. Θέλω απλά, να αποδείξω στον εαυτό μου πως τα μάτια του, οι καταπακτές μου, δεν είναι και τόσο επικίνδυνες, τελικά», είπε η Αλκυόνη και σηκώθηκε να βουτήξει τα πόδια της στο νερό.

Μετά από ώρα, βρέθηκαν στο κέντρο του νησιού πάλι και συγκεκριμένα, στο ταβερνάκι που συνήθιζαν να περνάνε τα βράδια τους. Γνώριζε καλά πως ο Μίλτος θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή και για πρώτη φορά αυτό ήταν που επεδίωκε.

Δεν άργησε η στιγμή που εκείνος μπήκε και κάθισε απέναντί της ακριβώς στο δίπλα τραπέζι. Η Αλκυόνη δεν ένιωσε άβολα. Αρκετή ώρα μετά ο Μίλτος την πλησίασε. Εκείνη ατάραχη του είπε να καθίσει κι εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη το έκανε.

«Αντιλαμβάνεσαι πως ο λόγος που σου είπα να καθίσεις, δεν ήταν προφανώς γιατί μου έλειψε η παρέα σου ούτε γιατί επιδιώκω κάτι συγκεκριμένο», πήρε το θάρρος η Αλκυόνη και συνέχισε. «Πάνε χρόνια από τότε κι ομολογώ πως όλα αυτά τα έχω αφήσει τελείως πίσω μου. Με πλήγωσες και με σιγουριά πλέον μπορώ να σου πω πως δε μ’ αγάπησες».

Και καθώς τα έλεγε αυτά και τον κοίταζε μέσα στα μάτια αντιλήφθηκε πως τα μάτια του Μίλτου, τελικά, δεν ήταν και τόσο μαύρα όσο η ίδια τα είχε αποτυπώσει στη μνήμη της. Ο φόβος της τα έκαναν να μοιάζουν στο μυαλό της αλλιώς.

Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και βγήκε απ’ το μαγαζί αναζητώντας ένα σημείο να απομονωθεί. Ήταν από εκείνες τις φορές που έκλαψε, όχι από θλίψη ή παράπονο, αλλά από ανακούφιση και χαρά. Ανακούφιση που εξέφρασε επιτέλους αυτά που ήθελε, αυτά που τα κρατούσε μέσα της και την βάραιναν χρόνια και χαρά που ο φόβος της απ’ τη μορφή ενός γίγαντα έγινε ένας μικρός νάνος στον κήπο της ψυχής της.

 

Συντάκτης: Αθηνά Συντυχάκη - Θάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη