Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης, το μυαλό της Αλκυόνης περιπλανιόταν σε δρόμους, σοκάκια και μονοπάτια ηλιόλουστα και χρωματιστά. Θυμήθηκε τότε που ήταν έφηβη, ανεβασμένη στο ποδήλατό της να τη χτυπά η ελευθερία κατάστηθα. Να κάνει πετάλι και με απλωμένα τα χέρια να νιώθει μια περίεργη αίσθηση ανεξαρτησίας.

Άλλοτε της έρχονται στιγμές απ’ την εφηβεία, όταν έδινε ραντεβού κοντά στο Δημαρχείο με τις φίλες της κάτι απογεύματα Παρασκευής. Περνούσαν ώρες καθισμένες στα παγκάκια ή βολτάροντας στα προσεγμένα καντούνια του νησιού. Έκαναν νέες γνωριμίες με παιδιά άλλων σχολείων και γνώριζαν τον έρωτα με έναν αθώο, για την εποχή, τρόπο.

Σε κάποια από εκείνες τις βόλτες τους, γνώρισαν και το Μίλτο με την παρέα του. Μεγαλύτεροι ηλικιακά, έπαιζαν στη φιλαρμονική κι ίσως αυτό ήταν που της κέντρισε το ενδιαφέρον. Αυτό, όμως, που την μαγνήτισε ήταν τα μάτια του. Δύο μαύρες τρύπες έτοιμες να σε καταπιούν με ένα και μόνο βλέμμα.

Ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη εικόνα του Μίλτου. Γλυκό κι όμορφο παιδί με καστανόξανθα μαλλιά και με ύψος αντάξιο αναγνωρισμένου μπασκετμπολίστα. Αυτές οι δυο μαύρες τρύπες αποτυπώθηκαν στη μνήμη της Αλκυόνης για τα καλά. Τότε, όποτε τις έφερνε στη σκέψη της ένιωθε ρίγος και σκιρτήματα στην καρδιά. Τώρα, που τις ξαναθυμήθηκε νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό κι ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Η ανακοίνωση του πιλότου πως το αεροπλάνο είναι έτοιμο για προσγείωση, ήρθε να ταράξει το κολλημένο βλέμμα της στο μπροστινό κάθισμα  και να ασφαλίσει τις κακές αναμνήσεις που ήταν έτοιμες να ξεπηδήσουν. Επανέφερε το κάθισμα στην πρότερη θέση, φόρεσε τη ζώνη ασφαλείας ξανά και με ανυπομονησία περίμενε τη προσγείωση.

Μόλις παρέλαβε τη βαλίτσα της κατευθύνθηκε στο πιο κοντινό διαθέσιμο ταξί. Ήθελε να κάνει έκπληξη στους δικούς της κι έτσι κανείς δεν την περίμενε στην έξοδο των αφίξεων. Δεν την ένοιαζε, όμως. Ήξερε πως σε λιγότερο από μισή ώρα θα βρισκόταν στην αγκαλιά των γονιών της, που τόσο λαχταρούσε! Είχε να τους δει απ’ τα προηγούμενα Χριστούγεννα που τα πέρασαν οικογενειακά στην Αθήνα κι όσο και αν μεγαλώνει πάντα θα θέλει να χάνεται σε μια δική τους αγκαλιά.

Ενθουσιασμένη κι εντυπωσιασμένη απ’ την ισορροπία ανάμεσα στην εκσυγχρονισμένη όψη και την ατόφια αίγλη του νησιού, κατέφθασε στο πατρικό της σπίτι. «Δεν έχει αλλάξει και πολύ», μονολόγησε.

Ο κυρ Αριστείδης, που απολάμβανε τον απογευματινό του καφέ στην αυλή, στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι με το βασιλικό στο κέντρο, πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του αναφωνώντας συλλαβές που ούτε ο ίδιος καταλάβαινε. Η χαρά δεν τον άφηνε να σταυρώσει λέξη κι όταν το έκανε, φρόντισε να φωνάξει με όλη του τη δύναμη.

«Άγιε μου Σπυρίδωνα, έκανες πάλι το θαύμα σου. Μαρίκα, τρέξε να δεις ποια μας ήρθε!», είπε κι άνοιξε τα χέρια να αγκαλιάσει την Αλκυόνη, η οποία έτρεχε σαν μικρό κοριτσάκι που αποζητά την αγκαλιά του μπαμπά μετά το σχολείο. «Μπουγαρίνι μου! Τζαρτζαμίνι μου!», έκανε η κυρία Μαρίκα ενώ ταυτόχρονα σκούπιζε τα δάκρυά της στη χαρτοπετσέτα που έκρυβε στην τσέπη της.

Όλο το υπόλοιπο απόγευμα το πέρασαν με πολλή συζήτηση και λικέρ κουμ κουάτ. Είχε τόσα πολλά να τους πει η Αλκυόνη, αλλά προτίμησε να ακούσει τα δικά τους χαζεύοντάς τους. Πέρασε η ώρα και το βράδυ δεν άργησε να έρθει. Ούσα ταλαιπωρημένη αποφάσισε να πάει για ύπνο και την επόμενη μέρα πρωί-πρωί θα ξεκινούσε να κάνει εκπλήξεις σε φίλους και συγγενείς. Ξόρκισε τον κυρ Αριστείδη να μην πει τίποτα και υποσχέθηκε στην κυρία Μαρίκα να την βάλει στο site του Άκη, για νέες συνταγές μαγειρικής.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε νωρίς, φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε στην αυλή. Η κυρία Μαρίκα είχε ήδη κάνει το θαύμα της. Ένα τραπέζι γεμάτο λιχουδιές, χυμό και καφέ ήταν εκεί και περίμεναν την Αλκυόνη να τη χορτάσουν.

-«Βρε μαμά, πότε πρόλαβες να τα κάνεις όλα αυτά;» έκπληκτη η Αλκυόνη.

-«Ψυχή μου, άσε την πολυλογία, πες καλημέρα και κάθισε να φας», έκανε όλο στοργή η κυρία Μαρίκα.

Μόλις ολοκλήρωσε το πρωινό της, η Αλκυόνη φόρεσε ένα μακρύ λευκό φόρεμα, τα σανδάλια της, πήρε και το ψάθινο καπέλο και ξεκίνησε γι’ αυτό που εδώ και μέρες ονειρευόταν.

Πρώτα πήγε απ’ το σπίτι της φίλης της Ελένης, που επίσης είχε να δει χρόνια. Είχαν φύγει μαζί απ’ το νησί για την Αθήνα, όμως η Ελένη τα τελευταία τρία χρόνια είχε πάρει την απόφαση να γυρίσει πίσω. Έκαναν την ίδια διαδρομή, όπως άλλοτε μέχρι που έφτασαν στο λιμάνι. Εκεί ανάμεσα στις βάρκες, τα δίχτυα και τους ψαράδες έκατσαν να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό. Η μέρα παραήταν ζεστή για περπάτημα, τελικά!

-«Μου φαίνεται απίστευτο ότι είσαι εδώ! Θα ορκιζόμουν πως δε θα ερχόσουν ποτέ πια», είπε η Ελένη καρφώνοντας την Αλκυόνη στα μάτια.

-«Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ το περίμενα. Αλλά έγινε! Λοιπόν, πες μου τα νέα σου», έκανε η Αλκυόνη.

Κι ενώ προσπαθούσε να ανοίξει το μπουκαλάκι με το νερό, ένιωσε ένα σκούντημα στην πλάτη και στο απότομο γύρισμα, είδε εκείνες τις δυο μαύρες τρύπες έτοιμες, μετά από τόσα χρόνια, να την παρασύρουν και πάλι στην άβυσσό  τους.

-«Καλώς μας ήρθες Αλκυόνη», είπε ο Μίλτος, «Πάει καιρός».

Κι εκείνη ένιωσε τη γη να χάνεται απ’ τα πόδια της.

Συντάκτης: Αθηνά Συντυχάκη - Θάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη