Κανένας δεν το φανταζόταν μικρός. Αντιθέτως, εκεί στην ενηλικίωση περίπου η δεκαετία των τριάντα φάνταζε πως θα είναι η ιδανική. Με καριέρα και φυσικά, αν όχι γάμο, έστω μια σοβαρή σχέση. Και να όμως, που η πραγματικότητα διαψεύδει πανηγυρικά, τα όποια πλάνα μπορεί, να είχε κανείς στο μυαλό του.

Τριάντα λοιπόν και μόνος. Ολοένα κι αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων, που αποφεύγουν τις σχέσεις, όπως ο διάολος το λιβάνι. Βγάζουν καντήλες στην ιδέα της δέσμευσης, θαυμάζουν όσους έχουν, αλλά δεν τους ζηλεύουν κιόλας. Διότι είναι επιλογή τους. Μία επιλογή συνειδητή, απόρροια πολλών παραμέτρων. Δηλώνουν μόνοι και θα παραμείνουν, όπως λένε έτσι. Η προοπτική μιας δέσμευσης έχει αποκλειστεί απ’ το μυαλό τους και φαντάζονται τους εαυτούς τους στο βάθος των χρόνων, να έχουν μοναδική συντροφιά τους φίλους τους, τα σκυλιά και τα γατιά τους.

Δύσκολη η επιλογή τους. Ή μάλλον καλύτερα σκληρή. Αλλά, τι είναι τόσο δυνατό, που να κάνει κάποιον να αποκλείσει τον έρωτα και τη συντροφικότητα απ’ τη ζωή του;

Μα φυσικά ο πόνος. Εκείνος που βίωσε κάποιος σε μια παλαιότερη του σχέση και που δε θα ήθελε σε καμία περίπτωση να τον ξαναζήσει. Προσπαθώντας να προστατευτεί, αποκλείει την πηγή, που θα μπορούσε να του προκαλέσει πόνο. Κι έτσι, αποφασίζει να μείνει εσαεί μόνος του. Ναι, είναι βίαιος αυτός ο πόνος. Σου ξεριζώνει την καρδιά, σε βασανίζει, σε αλλάζει ως άνθρωπο. Κανείς δε θα ήθελε να το περάσει αυτό και προκειμένου να μην πληγωθεί επιλέγει τη μοναξιά του.

Κι ακόμα, ένα προηγούμενο επίπονο τέλος σε σκληραγωγεί και σε σκληραίνει τόσο, που κάποια στιγμή καταντάς να μη νιώθεις ή τουλάχιστον να θάβεις τόσο βαθιά μέσα σου τα συναισθήματά σου, που μόνο με εκσκαφέα, θα μπορούσαν να βγουν ξανά στην επιφάνεια. Φοράς τη μάσκα του σκληρού και δε συγκινείσαι εύκολα. Κι όσο δε συγκινείσαι, δεν αφήνεσαι. Αλλά άμα δεν αφεθείς στον έρωτα, πώς θα σου γνέψει κι εκείνος;

Ναι, καμιά φορά όσο περισσότερο καιρό μένεις μόνος και κλεισμένος στο προστατευτικό σου καβούκι, τόσο πιο καλά τα βρίσκεις με τη μοναξιά σου. Μαθαίνεις να περνάς καλά μόνος σου. Δε σε φοβίζει το άδειο σπίτι, οι άδειες και μοναχικές Κυριακές, η σχεδόν άδεια ζωή. Κι αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Διότι ναι, πρέπει να μαθαίνει κανείς να είναι καλά και χωρίς σύντροφο, αλλά σε κάνει να βολεύεσαι τόσο πολύ σ’ αυτήν την κατάσταση, που πολύ δύσκολα ξεβολεύεσαι. Έχεις τους δικούς σου ρυθμούς, τις δικές σου παραξενιές, τις δικές σου συνήθειες και δε θες, να στις αναστατώσει κανείς.

Κι αν μη τι άλλο, ζούμε στην εποχή του επιφανειακού, του γρήγορου και του φαινομενικού. Οι άνθρωποι αγαπάνε και ξεαγαπάνε πολύ εύκολα. Είναι μαζί σου σήμερα κι αύριο μπορεί να είναι με άλλον. Δίνουν φτωχά συναισθήματα στις σχέσεις, ενώ έπρεπε να δίνουν τα πιο αγνά συναισθήματά τους, ν’ ανοίγουν την ψυχή τους. Τσιγκουνιά στο ρήμα νιώθω, δε χωράει. Ή νιώθεις ή δε νιώθεις. Κι αν είναι να νιώθει ο άλλος για σένα μισά πράγματα, γιατί να μπεις στη διαδικασία μιας τέτοιας σχέσης;

Οι άνθρωποι άλλωστε, που μας συγκινούν πραγματικά είναι πολύ λίγοι. Δεν τους συναντά κανείς εύκολα. Κι αν τους συναντήσεις δε σημαίνει πως είναι κι η κατάλληλη στιγμή, για να ζήσεις κάτι μαζί τους. Είναι πολύ δύσκολο, να βρεις εκείνον τον ένα και μοναδικό, που πληροί όλα σου τα κριτήρια. Εδώ όμως τελικά, μήπως βάζουμε τόσο πολύ ψηλά τον πήχη και τους βλέπουμε κατώτερούς μας; Μήπως τελικά δε φταίνε οι άλλοι κι η ευθύνη είναι όλη δική μας;

Ο άνθρωπος, όμως, δε γεννήθηκε για να ζει μόνος. Έχει ανάγκη τον έρωτα, την αγάπη, τη συντροφικότητα. Μπορεί οι σχέσεις να μην είναι εύκολες. Απαιτούν κόπο και καθημερινή προσπάθεια. Όλα τα ωραία πράγματα δεν έρχονται εύκολα. Κάτι ζητάνε από μας, κάποιο τίμημα πρέπει να πληρώσουμε. Και το τίμημα του έρωτα μπορεί να κοστίζει λίγο ακριβά, αλλά τα συναισθήματα που σου χαρίζει είναι υπέροχα.

Άλλωστε κι η μοναξιά δεν έχει το δικό της τίμημα; Και ποιος είπε πως είναι η καλύτερη λύση;

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου