Ποιος από εμάς ως παιδί δε λάτρευε τα παραμύθια; Όλοι ανυπομονούσαμε ν’ ακούσουμε απ’ το στόμα της μαμάς ή της γιαγιάς κυρίως ιστορίες για δράκους, μάγισσες, ζαχαρωτά σπίτια και πρίγκιπες. Μας ταξίδευαν σ’ άλλους, φανταστικούς κόσμους κι αδημονούσαμε να μεγαλώσουμε για να τους επισκεφτούμε.

Και να που μεγαλώσαμε. Και τα παραμύθια δεν έφυγαν απ’ τη ζωή μας. Δεν επισκεφτήκαμε επίγειους παράδεισους, ούτε συναντήσαμε τα στρουμφάκια στο δάσος, κι ας ήμασταν καλά παιδιά. Απλώς άλλαξαν μορφή. Η αλήθεια είναι πως τα παραμύθια που καταπίνουμε συνήθως αμάσητα είναι ίδιον της εποχής. Θα τ’ ακούσεις από διάφορα στόματα. Από άτομα που δεν έχεις λόγο να αμφισβητήσεις και σου εμπνέουν σεβασμό και φερεγγυότητα.

Οι πολιτικοί για παράδειγμα. Κουστουμαρισμένοι και με κολλαρισμένους γιακάδες φωνάζουν στη Βουλή για το δίκιο του λαού. Κοκκινίζουν απ’ τα νεύρα τους, διαπληκτίζονται με τους υπόλοιπους βουλευτές και κάπου εκεί μας πείθουν για τις άδολες προθέσεις τους. Κι ας ξέρουμε βαθιά μέσα μας την ώρα που ρίχνουμε την ψήφο μας στην κάλπη πως θα διαψευσθούμε πανηγυρικώς.

Αλλά και στις πιο δικές μας στιγμές. Ποιος δεν είχε κάποιο σύντροφο που τον παραμύθιαζε πως είναι η μία κι η μοναδική αγάπη της ζωής του; Πολλοί επενδύσαμε σε ανθρώπους που τα λόγια τους ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τα έργα τους. Ακόμη κι όταν βλέπαμε τα σημάδια εθελοτυφλούσαμε κι αυθυποβαλλόμασταν να δούμε το ψέμα ως αλήθεια.

Κάτι που συμβαίνει και με τους φίλους πολλές φορές. Θα μας πουν πόσο ικανοποιημένοι είναι απ’ τα πάντα, πόσο γουστάρουν τη δουλειά τους, πόσο καταπληκτική ζωή ζουν και πόσες ασύγκριτες εμπειρίες βίωσαν. Κι εμείς θα κάτσουμε σαν χάνοι να πιστεύουμε κάθε λέξη που βγαίνει καλυμμένη με μπόλικο ψέμα απ’ τα χείλη τους.

Γιατί τέτοιοι είμαστε. Μας αρέσουν τα παραμύθια. Τρελαινόμαστε στο άκουσμα μεγαλεπήβολων σχεδίων και μάλιστα όταν είμαστε μέρος αυτών. Δίνουν ένα παραπάνω νόημα και κίνητρο να προσπαθήσουμε, όταν απογοητευόμαστε ή όταν τα πράγματα δεν πάνε εκεί που θέλουμε. Μας εξιτάρουν τη φαντασία και φαντασιωνόμαστε τους εαυτούς μας ως κάποιους άλλους.

Κι ίσως μέσα απ’ τα παραμύθια βλέπουμε και τους άλλους ως εκείνο που πραγματικά θέλουμε να είναι. Το παραμύθι άλλωστε μας το σερβίρουν, όταν έχουμε παραπάνω απαιτήσεις απ’ τους άλλους κι εκείνοι δεν είναι αυτό που πιστεύαμε. Άρα, μήπως φταίμε κι εμείς λίγο; Μήπως τους δίνουμε την αφορμή;

Και πες πως δεν τη δίνουμε. Όλοι έχουμε λίγο την ανάγκη ν’ ακούσουμε μια τρυφερή κουβέντα παραπάνω απ’ το σύντροφό μας, ή ο φίλος μας να μας χαϊδέψει λίγο τ’ αυτιά, ακόμη κι αν δεν τα πιστεύει. Άρα μήπως μας κάνουν λίγο κι αισθανόμαστε καλύτερα τα μικρά κι αθώα παραμυθάκια;

Κι αν μη τι άλλο τα παραμύθια έχουν πάντα happy end. Κανένας λύκος δεν έφαγε την κοκκινοσκουφίτσα και καμιά πριγκίπισσα δεν έμεινε σε αιώνιο ύπνο απ’ την κακιά μάγισσα. Μέσα μας ξέρουμε πως ακόμα κι αν μας ταΐζουν παραμύθια, το τέλος θα είναι χαρούμενο. Θα είναι εκείνο που επιθυμούμε και που μας αφήνει ξάγρυπνους τα βράδια να το σκεφτόμαστε.

Με παραμύθια ή αλήθειες ένα είναι το σίγουρο. Πως εκεί έξω, σ’ αυτό που λέγεται ζωή, που δεν έχει ξωτικά και νεράιδες, παρά μόνο αγώνα και πάλη, θα σου συμπεριφέρονται, όπως τους έχεις δώσει το δικαίωμα να σου συμπεριφερθούν. Άρα, μήπως οι παραμυθάδες της ζωής μας έχουν εισιτήριο ελεύθερης πρόσβασης από εμάς τους ίδιους;

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου