Κάθε μέρα είναι αφορμή για βόλτα. Ειδικά τώρα το καλοκαίρι. Περιμένεις λίγο να νυχτώσει και απλά να βγεις, να πιεις το ποτό σου κάπου κι όχι να μείνεις κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους βλέποντας τηλεόραση. Στέλνεις μηνύματα στους φίλους σου και όλοι συμφωνούν. Εκτός από έναν. Πάντα υπάρχει εκείνος ο ένας σε κάθε παρέα που κάνει το δύσκολο.

Απ’ την πρώτη στιγμή θα πει, πού να τρέχουμε τώρα, γιατί δεν καθόμαστε σπίτια μας να ξεκουραστούμε. Θα προτάξει μύρια επιχειρήματα, για να στηρίξει πως σαν το σπίτι σου τίποτα. Θα δώσει μάχη για να μην κουνηθεί απ’ τη βολή του καναπέ του. Κι εσείς, σαν καλοί φίλοι, θα προσπαθήσετε να τον πείσετε μη μείνει μόνος του. Και δε θα χρειαστεί και πολλή προσπάθεια βέβαια.

Γιατί είναι ο γνωστός σε όλους «τραβάτε με κι ας κλαίω». Θέλει λίγο ντάντεμα παραπάνω, λίγο ν’ ασχοληθείς παραπάνω μαζί του, σαν παιδάκι. Του αρέσει εν μέρει να γκρινιάζει και μετά να πέφτει από τα παρακάλια σας. Δεν είναι κανένας μουντρούχος, αλλά όταν ακούσει τη λέξη βόλτα είναι ικανός να πάει να κρυφτεί στην ντουλάπα.

Και το θέμα δεν είναι αυτό. Δεν είναι ότι κατά κάποιο τρόπο σας σπάει τα νεύρα για να κανονίσετε έξοδο. Είναι πως, αν τυχόν ξεμυτίσει απ’ το σπίτι του, θα είναι το μεγαλύτερο party animal που πέρασε ποτέ απ’ τον πλανήτη. Θα πιει μέχρι τελικής πτώσης, θα τον μαζεύετε μετά κι αν δε βγει το φως του ήλιου σαφώς και δε θα γυρίσει σπίτι. Θέλει να πηγαίνει από μαγαζί σε μαγαζί για να τα γυρίσει άπαντα, λες και θα εξαφανιστούν απ’ το χάρτη την επόμενη μέρα. Θέλει να τα κάνει όλα και να τα ζήσει όλα μέσα σε μία νύχτα.

Ποιος δεν έχει έναν τέτοιο φίλο; Σχεδόν όλοι. Είναι ικανός να σου πει «δεν έρχομαι σ’ αυτό το μαγαζί ή σ’ αυτήν την εκδρομή», αλλά σε ανύποπτο χρόνο θα κάνει την ξαφνική του εμφάνιση επειδή τον πρήξατε στα τηλέφωνα και θ’ αρχίσει να διασκεδάζει δίχως αύριο.

Κι εσύ όταν έρθει θα είσαι διστακτικός. Γιατί να, μωρέ, δεν ήθελε και ήρθε. Και νιώθεις άβολα και τύψεις που τον πίεσες. Και είναι καλός τελικά, γιατί ακόμα και μετά από κόπο σου κάνει τα χατίρια.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο ποτό, ο γκρινιάρης της παρέας ξεσαλώνει. Χορεύει, λέει αστεία, τραβάει ακόμη αγνώστους για να χορέψει. Καμία σχέση με τον προηγούμενο τύπο που αποζητούσε μόνο τη θαλπωρή του σπιτιού του. Ήταν να μη βγει. Άπαξ και βγήκε, καλό κουράγιο! Τους αγαπάμε όμως λίγο παραπάνω αυτούς τους φίλους. Μας κάνουν εκπλήξεις με την εμφάνισή τους εκεί που δεν το περιμένουμε.ωΜας φτιάχνουν το κέφι και μόνο που τους βλέπουμε να το απολαμβάνουν μ’ όλη τους την ψυχή και παρασύρουν και μας παρά την πολλές φορές κακή διάθεσή μας.

Γιατί έτσι είναι οι καλοί φίλοι. Θα κάνουν οποιοδήποτε καραγκιοζιλίκι για να μας κάνουν να αισθανθούμε καλύτερα. Κι αν μεθάνε κι εμείς τους κουβαλάμε, κατά βάθος μας αρέσει. Μας αρέσει γιατί είναι οι φίλοι μας και θα τους στηρίζουμε πάντα. Ακόμη κι αν στις έξι το πρωί τους βάζουμε σηκωτούς να κοιμηθούν και μας βρίζουν το επόμενο πρωί που δεν τους αλλάξαμε ρούχα.

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου