Πόσες φορές με έχεις πιάσει να σε κοιτάζω σκαλωμένη στα μάτια; Πόσες φορές με έχεις παρατηρήσει να χαμογελάω «χωρίς λόγο» δίπλα σου κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι τι μπορεί να είπες ή να έκανες; Παρ’ όλο που ήδη ξέρεις, ήδη έχεις καταλάβει, ήδη νιώθεις το ίδιο κι εσύ, συνήθως με ρωτάς μετά από κάθε τέτοιο μου σκάλωμα αυτό το γεμάτο απορία «τι;» κοιτώντας με στα μάτια σαν να θέλεις να με ανιχνεύσεις λίγο ακόμη.

Και πόσες από αυτές τις φορές μοιάζει σαν κάτι να έχω στο μυαλό μου να σου πω που τελικά βγαίνει με τον δικό μου μοναδικό μπερδεμένο τρόπο για να πάρει παρ’ όλα αυτά την επιβεβαίωση του δικού σου «κατάλαβα»; Οι πιο ειλικρινείς μου σκέψεις έχουν ταράξει τις λέξεις στα σαρδάμ καθώς μπουρδουκλώνονται η μία πάνω στην άλλη προς τον δρόμο για την έξοδο. Και τι αλήθεια να σου πρωτοπώ απ’ όλα αυτά που με κάνεις να νιώθω;

Κοιτάζω το ρολόι και διαπιστώνω γι’ άλλη μια φορά πως ο χρόνος μαζί σου μετριέται αλλιώς. Τα δευτερόλεπτα μετριούνται με ματιές, τα λεπτά με χάδια και φιλιά, οι ώρες με ατέλειωτες συζητήσεις που έχουν γίνει ήδη στο μυαλό μας πριν οι φθόγγοι τους δώσουν ζωή. Συζητήσεις που δεν είναι ανάγκη να σημαίνουν κάτι μα που πάντα στο τέλος σημαίνουν άπειρα πράγματα γιατί ο δικός μας συνδυασμός τις απογειώνει.

Αυτό που μάλλον θέλω να σου πω είναι ότι κάθε φορά που είμαστε μαζί καταλαβαίνω τι σημαίνει να δίνει κανείς νόημα στις στιγμές του. Δε σε χορταίνω, αγάπη μου. Νιώθω συχνά σαν έφηβη δίπλα στο πρώτο κεραυνοβόλημά της. Με πιάνει που λες το σύνδρομο του 15χρονου, ξέρεις. Αυτό που αν αφήσω ανεξέλεγκτο θα με ακούσεις να φωνάζω στους περαστικούς πως είσαι ο άνθρωπός μου και που μου κολλάει με το έτσι θέλω ένα τεράστιο ανησυχητικό χαμόγελο γεμάτο απ’ την παράνοια του έρωτα. Αυτό που μετατρέπει την εσωστρέφειά μου σε υπερενθουσιασμό και με κάνει ώρες-ώρες να ψάχνω τα κομμάτια του εαυτού μου από ‘δω κι από ‘κει μην ξέροντας πού πάνε κάθε φορά τα τέσσερα.

Ναι, είμαι φύσει εσωστρεφής, έτσι με γνώρισες. Κι αν δε βγήκε αυτό μου το χαρακτηριστικό μαζί σου σε τόσο μεγάλο βαθμό είναι γιατί κατάφερες να βρεις κρυφές εισόδους προς τον δικό μου κόσμο και να φέρεις τα πάνω κάτω και τα μέσα έξω στη ζωή και το μυαλό μου. Απ’ το πρώτο κιόλας λεπτό ένιωσα πως δίπλα σου μπορώ και –το σημαντικότερο– θέλω να είμαι ο εαυτός μου σε κάθε του έκφανση. Ένιωσα άνετα, ένιωσα οικεία, συνδύασες το πάθος με την τρυφερότητα και στο πρώτο σου χαμόγελο έλιωσαν άμυνές μου που άλλοι παλεύουν χρόνια και δεν καταφέρνουν να ρίξουν ποτέ.

Εκεί κατάλαβα. Κατάλαβα γιατί η χημεία κρύβεται παντού και γιατί ο χρόνος μαζί σου γεμίζει ακόμη και στο τελευταίο κενό κομματάκι κάθε στιγμής χωρίς ποτέ να μου φτάνει. Η ζεστασιά του δικού μας μαζί καταστρέφει χωροχρόνους κι αποζητάει το άπειρο μπας και χωρέσει, μπας και κάποτε νιώσουμε πως χορτάσαμε κάπως ο ένας τον άλλον. Μπας και πούμε ένα βράδυ «καληνύχτα» πριν χωριστούμε δίχως να νιώθουμε ότι κάτι έμεινε πάλι στη μέση. Μα και το άπειρο αν αγγίζαμε ξανά μαζί θα καταλήγαμε. Κι αυτό που θα αλλάζαμε πρώτα απ’ όλα θα ήταν τελικά οι ώρες που τα βράδια στο τέλος μας βρίσκουν «χωριστά».

Περνάνε άνθρωποι απ’ τις ζωές και την καθημερινότητά μας πολλοί. Άλλοι μας κάνουν να βαριόμαστε κι επιστρατεύουμε κάθε ψήγμα ευγένειας προκειμένου ν’ αντέξουμε τις συναναστροφές. Άλλοι μας κουράζουν. Άλλους τους νοιαζόμαστε μα δεν ταιριάζουν οι ψυχές μας. Κι άλλοι είναι εκεί στα δύσκολα δηλώνοντας φίλοι ενεργά μα όπως και να ‘χει με όλους κάποιες ώρες που θα μοιραστούμε ακόμη κι αν δε μοιάζουν βουνό αρκούν για να νιώσουμε πως ήρθε η στιγμή να την κάνουμε κι αύριο πάλι.

Για εμάς όμως μάτια μου ό,τι μεσολαβεί μετά το «αύριο πάλι» είναι απλώς ώρες αναμονής ώσπου να ξαναβρεθούμε. Όσες δε γεμίζει η παρουσία μας τις γεμίζουν οι σκέψεις μας που μας θέλουν συνέχεια μαζί.

Σε άφησα να με ξεκλειδώσεις γιατί είδα στα χέρια σου το σωστό κλειδί. Αν υπάρχει κάποιου είδους απόδειξη λοιπόν για τα συναισθήματά μου αυτή είναι οι ατέλειωτες ώρες που κάθε φορά δε μου φτάνουν για να σου ανοίγομαι κι αν παρατηρήσεις –το ξέρω πως το κάνεις– θα δεις πως αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους.

Με εμπνέεις να σου μιλήσω για τα πάντα γιατί με έναν τρόπο σχεδόν υπερφυσικό ξέρω πως όχι μόνο θα με ακούσεις αλλά θα με καταλάβεις κιόλας. Πως όχι μόνο θα με καταλάβεις αλλά θα με νιώσεις. Και τελικά πως όχι μόνο θα με νιώσεις αλλά πολλές φορές θα έχεις νιώσει ήδη κι εσύ όπως εγώ. Μα δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που νιώθω πως τα άυλα κομμάτια μας ενώνονται το ίδιο καθοριστικά με τα κορμιά μας.

Οι κυριότεροι λόγοι που κάνουν τον χρόνο να μετράει δίπλα σου αλλιώς κι εμένα να μη θέλω «τέλος» είναι όσοι δεν εξηγούνται με λόγια. Είναι όλα εκείνα που βιώνεις κι εσύ όταν κάθε εκατοστό σου θέλει να με πάρει αγκαλιά κι όλες εκείνες οι εκρήξεις που συμβαίνουν μέσα σου κάθε φορά που απλώς σε κοιτάζω και τα έχουμε πει όλα κι ας μην τελειώνουν ποτέ τα δικά μας όλα.

Δώσε μου 48 ώρες τη μέρα να σε πειράζω, να σου εξομολογούμαι, να σε ακούω, να σε κοιτάζω, να σε νιώθω, να σε κρατάω αγκαλιά, να σου κάνω έρωτα και πάλι θα θέλω κι άλλες. Κι αν όλο αυτό σε ένα μέλλον άγνωστο δώσει τη θέση του σε κάτι που θα θυμίζει συνήθεια, θα ξέρεις πως εσύ υπήρξες ο άνθρωπος που κατάφερε να χαρίσει στον χρόνο μου τη μορφή του γι’ αυτό του έδωσε άλλο νόημα. Κι αυτές οι σχέσεις, σου λέω, δεν τελειώνουν ακόμη κι αν κάποτε επιλέξουν ν’ αλλάξουν μορφή.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη