Εκείνη 18, αυτός 40. Αυτός ναι, είναι ένα εξαίρετο δείγμα απαγορευμένου έρωτα. Δεν είναι ούτε συχνός ούτε συνηθισμένος. Είναι απόμακρος, απλησίαστος και συνάμα γοητευτικός. Γοητεύει με την ίδια την πλατωνικότητά του. Ποντάρει σε ακριβώς εκείνο το σημείο του· πως είναι ανώτερος κι άρα καλύτερος από σένα.

Αρκετά μακριά, ώστε να μην μπορείς να τον αγγίξεις κι αρκετά κοντά, ώστε να μπορεί να σου επιβάλλεται. Διακριτικά κι όσο πρέπει. Κι ήξεραν κι οι δύο από διακριτικότητα. Μη φανούν. Μην τύχει κανένας τους και δείξει. Βέβαια, κρύβονται αυτά;

Η Ιωάννα προσπάθησε πολύ για να το κρύψει. Καταναγκαστικά, όχι επειδή το ‘θελε. Τι θα γίνει; Τι θα πουν αν δεν το κρύψει; Εκείνος ήταν γείτονας. Τα δικαιώματα που έδινε, λιγοστά. Τόσα, όσα πρέπει. Εκείνη πάλι, ήταν μόνο ερωτευμένη μαζί του.

Οι γονείς της τον λάτρευαν. Ήταν, λέγανε, «το καλύτερο παιδί». Η Ιωάννα, στο μεταξύ, μαράζωνε που δεν μπορούσε ποτέ να τους το ξεστομίσει, πως ήταν για εκείνη εκείνος ακριβώς ο ένας. Ο κόσμος γελάει με κάτι τέτοια κι ο άλλος, ο υπόλοιπος δικός σου, θυμώνει.

Δε γίνονται αυτά, δε συμβαίνουν. Αυτός δεν ήτανε για εκείνη κι εκείνη δεν ήτανε γι’ αυτόν. Κι όμως για εκείνη ήτανε και ποιος μπορεί να τη διαψεύσει; Δεν παίζεις με το συναίσθημα του ερωτευμένου. Ήταν όμορφος και στα πάντα του υπέροχος.

Θα έπρεπε να το δουν από μόνοι τους. Ειλικρινά, δεν έβρισκες ψεγάδι. Θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον το δικαίωμα να τους το πει, να τους το ομολογήσει. Κι αν πάλι δεν τον δέχονταν, τι θα ‘χαν να της κατηγορήσουν; Ποιο άλλο αμάρτημα θα της χρέωναν;

Ήταν μαθημένη να μην προκαλεί, να μη δείχνεται. Να είναι σωστή, να σέβεται. Και ήταν όλα αυτά, αλήθεια. Κι όμως το ‘ξερε, πως τίποτα απ’ όσα ήταν δε θα ‘ταν αρκετό για να καλύψει αυτόν τον έρωτά της. Ούτε άλλους έρωτες είχε. Έναν μόνο κι ήτανε αυτός.

Ξημεροβραδιαζόταν στο μπαλκόνι, καρτερώντας να τον δει. Στο μεσοδιάστημα, σκεφτόταν. Περίμενε να της πει μια καληνύχτα. Να της κλείσει το μάτι ή να της γνέψει. Οτιδήποτε μπορούσε να κάνει για λίγη σημασία. Ενδιαφερόταν κι εκείνος και το ήξερε. Μπορούσε και το διάβαζε στο βλέμμα του.

Βρήκε το θάρρος και του το ‘πε. Όλα τα είπε· τι νιώθει, τι αισθάνεται. Το θάρρος πού το βρήκε, δεν το ξέρει. Τα πάντα μπορεί να κάνει ο ερωτευμένος. Στον έρωτα, όμως, μπορεί και να δειλιάσεις κι εκείνος έτρεξε να το κάνει πρώτος.

Ήταν λάθος, το γνώριζε. Δε μιλούσε πολύ, μόνο λίγο. Εκείνη προσπαθούσε να τον κάνει να μιλήσουν. Το βλέμμα του ήταν κατεβασμένο, σαν κι από ντροπή. Την απέφευγε. «Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις», της είπε, κι ύστερα έφυγε.

Με μια δεύτερη σκέψη, δεν ήταν πια δειλία· ήταν συνείδηση. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον κατηγορήσει που δεν έμεινε. Που δε μίλησε ή που δεν εξηγήθηκε αρκετά. Μα κι αν δεν έφευγε, εκείνη θα έμενε. Θα έμενε και θα επέμενε. Δεν το αντέχουν όλες οι ιστορίες το καλό το τέλος κι ούτε προορίζονται όλες γι’ αυτό.

Ο καιρός πέρασε κι εκείνος δεν της ξαναέκλεισε ποτέ το μάτι. Ήταν απόμακρος κι απ’ αυτήν κι από όλους. Η Ιωάννα, πάλι, έμεινε με το απωθημένο. Πάντα, όμως, στους έρωτες ξεμένεις και με κάτι. Κανείς δε βγαίνει σώος, αυτό είναι βέβαιο.

Λίγο καιρό αργότερα, η πόρτα της ξαναχτύπησε και τη γέμισε ελπίδες. Ένα προσκλητήριο γάμου πέρασε στα χέρια της. Παντρευόταν. Όχι, δεν το έδωσε σ’ αυτή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ίσως αυτό να είναι πράγματι δειλία. Παράλληλα, βέβαια, μπορεί να είναι κι άλλα χίλια πράγματα.

Δεν το άφησε έτσι. Δεν μπορούσε. Με την πρώτη ευκαιρία, ανέβηκε στο σπίτι του. Τον ρώτησε, γιατί. Γιατί μ’ εκείνη; Είχαν παρελθόν. Θα ήταν προτιμότερο να ήταν με μια άλλη, αλλά όχι μ’ αυτήν. Όχι μετά από τόσα και τόσα. Εκείνος κοντοστάθηκε κι ύστερα της απάντησε πως κι αν δεν το έκανε, κάτι χειρότερο θα τους έβρισκε.

Αυτό ήταν και το τέλος. Η Ιωάννα έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ο γάμος, απ’ την άλλη, δεν έγινε μα κι εκείνος δεν ξαναφάνηκε. Και κάπως έτσι χωρίζουν οι άνθρωποι. Σιωπηλά κι άνανδρα. Αποξενώνονται τόσο πολύ, που θαρρείς δε βρέθηκαν ποτέ τους.

Υπάρχουν κι αυτοί οι έρωτες. Σκοτώνονται απ’ τον ίδιο τον παραλογισμό τους. Κι ούτε μπορείς να βρεις το σωστό ούτε να βρεις το λάθος. Είναι απλά έρωτες. Έγιναν κι απόγιναν. Συμβαίνουν αυτά. Κι η ζωή, πάει πάντα παρακάτω.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Ιωάννας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου