Γεια σου. Είχαμε μέρες να τα πούμε κι ήθελα να σου γράψω, τίποτα το σπουδαίο, δηλαδή, μόνο δυο-τρία άδεια λόγια απ’ την τελευταία φορά που τα είπαμε.

Οι μέρες περνούν και ξέρεις, η ζωή είναι αλλιώτικη μακριά σου. Άλλοι νομίζουν πως σε ξέχασα, άλλοι νομίζουν πως προχώρησα χωρίς εσένα. Μα αλήθεια, πότε μας ένοιαζε τι λένε οι άλλοι; Τα λόγια τους ήταν τροφή για να γινόμαστε πιο δυνατοί, να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε όλα όσα νόμιζαν πως θα μας σπάσουν.

Δε ρωτάνε πια, σώπασαν, μόνο τώρα σιγοψιθυρίζουν καμιά φορά τα δικά τους. Ευτυχώς, γιατί δεν είχα πολλά να πω. Τι να πω και τι να αφήσω; Είναι άδειο το σπίτι μακρά σου και βουβό. Φυλλομετράω πού και πού κάτι σκονισμένες φωτογραφίες στο συρτάρι, μα πάντα τις ρίχνω όλο και πιο βαθιά να μην μπορώ να τις φτάσω. Τι να έχω να πω; Πως σε βλέπω σε αγνώστους στο δρόμο και θέλω να τρέξω κοντά σου ή πως έρχεσαι χωρίς προειδοποίηση και με αναστατώνεις πού και πού;

Άκουσα περνάς καλά μακριά μου. Βρήκες επιτέλους ηρεμία και γαλήνη. Επέστρεψες στα παλιά λημέρια, βρήκες παλιόφιλους και συγγενείς που είχες να δεις καιρό. Να ’ναι άραγε καλύτερα χωρίς εμένα;

Ξέρεις, εγώ δεν ήξερα πολλά γι’ αυτά. Μόνο κάτι ιστορίες που άκουγα από άλλους για αποχαιρετισμούς, μα ποτέ μου δε μου άρεσαν και δεν έδινα σημασία. Το ξέρεις πως δε μ’ αρέσουν καθόλου. Πάντα άφηνα πόρτες μισάνοιχτες κι έλεγα «θα τα πούμε σύντομα». Πάντα είχα ημερομηνίες χρωματισμένες στα ημερολόγια και σχέδια για την επόμενη φορά.

Κι ήρθες να μου θυμίσεις πως όσο κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελά. Πως δεν έρχονται όλα όπως τα φανταζόμαστε, πως δεν έχουμε πάντοτε χρόνο να κάνουμε όλα όσα θέλουμε και πως ίσως χάνουμε ευκαιρίες που ποτέ δεν μπορούμε να ξαναβρούμε. Το ’χα ακούσει μια φορά πως ο αποχωρισμός μπορεί να σου αλλάξει όλη σου την κοσμοθεωρία, μα πάλι, ποιος πιστεύει σε ιστορίες για αγρίους άμα δε χρειαστεί να τους παλέψει καμιά φορά.

Ξέρεις, πάντα φανταζόμουν τις μεγάλες στιγμές τις ζωής μου με σένα πλάι μου. Να χαίρεσαι, να περηφανεύεσαι και να σιγογελάς. Να μου λες τι ρούχα να φορέσω, να με βάζεις να κάνω μια στροφή, να με ρεζιλεύεις και να κρυφοκαμαρώνεις. Είναι, λέει, τα μικρά που σου λείπουν πιο πολύ και για πρώτη φορά δε θα μπορούσα να το νιώσω παραπάνω. Τα απλά, τα καθημερινά, τα αβίαστα. Αυτά είναι που αφήνουν αναμνήσεις γραμμένες τόσο έντονα, που κανένας χρόνος δεν μπορεί να ζήσει.

Ξέρεις, πατέρα, ήθελα να σου πω «σε σκέφτομαι», «μου λείπεις», μα θαρρώ το ξέρεις πρώτος πιο καλά. Θα μπορούσα να γράφω για ώρες, μα φοβάμαι πως θα έγραφα τα ίδια ξανά και ξανά. Γι’ αυτό να ‘ρχεσαι, να τα λέμε πού και πού, να ξορκίζουμε τους φόβους μας και να ξαναδίνουμε ραντεβού μέχρι την επόμενη φορά. Να θυμόμαστε εκείνη την τελευταία μας αντάμωση στο αεροδρόμιο, να λέμε «Να προσέχεις, θα τα πούμε» μέχρι την επόμενη φορά.

Να ’ρχεσαι κι άσε τους άλλους να νομίζουν πως ακόμη σου κρατάω κακία που έφυγες εκείνη τη  φορά τόσο βιαστικά, πριν προλάβω να σου πω πότε θα τα ξαναπούμε.

Να προσέχεις, θα τα πούμε.

 

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη