Γράφουμε, μιλάμε, αναλύουμε αυτά τα γαμημένα τα απωθημένα που μας τριβελίζουν μυαλό και ψυχή και γίνονται εμμονές που κουμαντάρουν τη ζωή μας και μας κάνουν να βαράμε προσοχή κάθε φορά που εμφανίζονται μπροστά μας. Ακόμη κι αν δεν παίρνουν σάρκα κι οστά, εμείς έχουμε την ικανότητα να τα πλάθουμε και να τα μορφοποιούμε, σε τέτοιο βαθμό που να τους λέμε κάθε ξημέρωμα την πρώτη καλημέρα και κάθε που σουρουπώνει την τελευταία καληνύχτα μας.

Κι όποιος μας ρωτήσει, «γιατί», εμείς περίτρανα θ’ απαντήσουμε, ένα «δεν μπορώ», «δε γίνεται αλλιώς», ένα «προσπάθησα μα δεν τα κατάφερα». Κολλημένοι εκεί στην ίδια πλάκα, να παίζει το γραμμόφωνο τις ίδιες νότες περασμένων στιγμών ή απραγματοποίητων ονείρων. Να προσδοκάμε, να ελπίζουμε, να ψαχουλεύουμε τις αντοχές μας και να υπομένουμε το μαρτύριο που εμείς οι ίδιοι καταδικάσαμε τους εαυτούς μας, στερώντας τον αέρα απ’ τα ρουθούνια μας.

Καταριόμαστε στιγμές κι επιλογές, πλέκουμε και ξεπλέκουμε ιστούς διεκδίκησης κι επιστροφής, κρυφοκοιτάζουμε προσωπικές στιγμές, κατασκευάζουμε παραμύθια κι εκδοχές, κλαίμε και χτυπιόμαστε άλλοτε βουβά κι άλλοτε στριγκλίζοντας κι η ζωή συνεχίζεται. Όχι όμως η δική μας ζωή. Των άλλων κι εκείνου που μας σφράγισε την πύλη και κατέστρεψε τις γέφυρές μας για το μέλλον.

Σαν δαιμονισμένοι γυρίζουμε το κεφάλι μας προς τα πίσω κι ας τραβάει το σώμα μας μπροστά. Σε ανατρίχιασε τούτη η εικόνα; Σίγουρα σου θύμισε σκηνή θρίλερ. Και ποιος σου είπε πως διαφέρουμε απ’ τους πρωταγωνιστές τέτοιων ταινιών; Στοιχειώσαμε τις ζωές μας, τις στιγμές μας, τα όνειρά μας και τις επιθυμίες μας και πάψαμε να έχουμε τον έλεγχό τους. Κλειδώσαμε το μέσα μας και παραδώσαμε τα κλειδιά σε αόρατες μορφές του παρελθόντος ή ουτοπικές οάσεις του παρόντος που πλέον ανήκουν αλλού ή απλώς στον εαυτό τους. Πάντως δεν ανήκουν σ’ εμάς.

Νευριάζουμε και μέσα στην απελπισία μας εκσφενδονίζουμε ένα «ως εδώ ήταν» κι έπειτα, ξαναπαίρνουμε στα χέρια μας το ίδιο βιβλίο παραμένοντας στην ίδια σελίδα κι ας έχει κιτρινίσει κι ας έχει φθαρεί κι ας την έχουμε μάθει απέξω. Δεν τη γυρίζουμε, γαμώτο. Την έχουμε διαβάσει τόσες πολλές φορές που έχουμε ξεχάσει τι έγραφαν οι προηγούμενες και δε θέλουμε να θυμόμαστε πως η ιστορία έχει και το παρακάτω, εκείνο που διαδραματίζεται στις επόμενες, εκείνες που καταδικάσαμε σε ακινησία.

Τι σημασία έχει αν ξέρουμε την αξία μας κι αν μας την υπενθυμίζουν οι άλλοι συνεχώς. Για μας σημασία είχε κι έχει μόνο η αξία που είδαμε να καθρεφτίζεται σ’ εκείνα τα μάτια, σ΄εκείνα τα λόγια, σ’ εκείνη την αγκαλιά, σε όλα όσα προλάβαμε να ζήσουμε για λίγο ή για πολύ ή για καθόλου. Τέτοιοι είμαστε. Τέτοιοι θέλουμε να είμαστε. Καβαλάρηδες μιας τεράστιας φούσκας, που μόλις σκάσει θα προσγειωθούμε και θα φάμε τα μούτρα μας.

Πότε θα γίνει αυτό; Όταν τα περιθώρια θα έχουν πια στενέψει, όταν ο αμείλικτος χρόνος θα έχει περάσει κι όταν θα έχουμε ξεχαστεί απ’ την ίδια τη ζωή που τόσο απόλυτα αποκλείσαμε, προτιμώντας να βιώνουμε ένα ζωντανό θάνατο. Να είμαστε σκιές του εαυτού μας, περιφερόμενοι χωρίς να ξέρουμε πού βαδίζουμε και πού πάμε. Να περιμένουμε, να ελπίζουμε και να πιστεύουμε σε παραμύθια και σε όνειρα που έγιναν εφιάλτες. Να πετάμε το μέλλον για να νανουρίζουμε το παρελθόν στην αγκαλιά μας. Γινόμαστε ζητιάνοι κι απλώνουμε το χέρι για ελεημοσύνη, για μια δική του λέξη, μια δική του ένδειξη ενδιαφέροντος, μια αναλαμπή, μια επιστροφή, μια αλλαγή πορείας που να οδηγεί σ’ εμάς.

Σκεπάζουμε τις επιθυμίες μας με σεντόνια για να μη σκονίζονται απ’ το ακατοίκητο και βουβαίνουμε, κλείνουμε τον ήχο από όσα μας φωνάζουν να προχωρήσουμε, να ζήσουμε, να φύγουμε μακριά από εκεί που περισσέψαμε. Γιατί; Ποιος μπορεί να μας απαντήσει με βεβαιότητα τούτο το γιατί. Ποιος μπορεί να γίνει ο δικός μας μίτος για να βγούμε απ’ το λαβύρινθο που θάψαμε τους εαυτούς μας; Κανείς. Κανείς δεν είναι πιο δυνατός από εμάς. Εμείς βάλαμε το κεφάλι μας στην αγχόνη και περιμένουμε να διαμελιστούμε μήπως και καταφέρουμε να ξεχάσουμε, μήπως και πάψουν οι αναμνήσεις κι οι προσδοκίες να μας κρατούν αιχμάλωτους.

Εμείς κρατάμε την πένα και μόνο εμείς είμαστε αυτοί που θα υπογράψουμε την καταδίκη μας ή τη συνθηκολόγηση με όσα ονομάζονται ανεκπλήρωτα κι απωθημένα. Μόνο εμείς μπορούμε να σταματήσουμε αυτή την άνιση μάχη και να συμμαχήσουμε με τον εαυτό μας, καταφέρνοντας να κερδίζουμε κάθε μέρα έδαφος από αυτό που λέμε ζωή.

Όποιος δεν είναι στο παρόν μας, από εκείνους που υπήρξαν στο παρελθόν, στα όνειρά και στις ευχές μας, δε θα τον φέρει στο διάβα μας η δική μας εμμονή και προσδοκία μα μόνο η δική του ελεύθερη βούληση, την οποία δεν ορίζουμε σε καμία περίπτωση.

Γιατί το μόνο που ορίζουμε τελικά είναι το δικαίωμά μας να περπατήσουμε χαράζοντας διαδρομές κι όχι υπνοβατώντας, αναζητώντας το φως κι όχι παραμένοντας έρμαια του όποιου φαντάσματος μας μεταμόρφωσε σε μαριονέτες του γιατί εμείς το επιτρέψαμε και μην αφήνοντας πλέον χώρο σε ό,τι μας έβγαλε εκτός από την ίδια μας τη ζωή. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, μ’ αυτά.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη