Έχεις δει ποτέ σου γνήσιο, πραγματικό χαμόγελο; Από εκείνα που έχει κάποιος όταν παρατηρήσει κάτι που δεν το έχει προσέξει κανένας άλλος, που είναι τόσο όμορφο κι εύθραυστο που το θεωρείς τύχη που έπεσε μπροστά σου. Από εκείνα που σου συμβαίνουν όταν παίξει το αγαπημένο σου τραγούδι στο ραδιόφωνο, ή αυτά που σκάνε σε ανύποπτο χρόνο στο πίσω κάθισμα μιας διαδρομής με το αυτοκίνητο.

Εγώ, λοιπόν, έχω δει. Το βλέπω σ’ εκείνον κάθε φορά που κερδίζει μια πίστα στο παιχνίδι του, ή που του αρέσουν αυτά που φοράει ή το πώς έχουν σταθεί τα μαλλιά του. Το βλέπω στο ρυθμό της κίνησής του και στις άκρες των χειλιών του, όταν αυτό που τρώει του φαίνεται νόστιμο.

Γιατί, είναι μερικοί άνθρωποι που μένουν πάντα έφηβοι. Τρελοί, παθιασμένοι να γνωρίζουν κάθε ένταση για πρώτη φορά κι ας την έχουν ξανανιώσει. Όπως το πρώτο φιλί που δίνει ένα παιδί στο δεκαπέντε, με μια καρδιά που χτυπάει τόσο γρήγορα που λες ότι θα σταματήσει, ή ένα ποτό που γίνεται δέκα, γιατί παρασύρθηκες από την όποια λαιμαργία σου και δεν υπήρξε μέτρο να σε φρενάρει.

Και είναι πραγματικά λαίμαργοι αυτοί οι άνθρωποι, πεινάνε για προσοχή, για χρώματα και μυρωδιές. Τα θέλουν όλα, να φάνε πολύ, να χορέψουν μέχρι να λιποθυμήσουν,  να φτάσουν στα άκρα, γιατί ποτέ τους δεν θα αναγνωρίσουν σταματήματα κι απαγορεύσεις. Σαν ένας έφηβος που τρέφεται από το «όχι» για να το κάνει «ναι», που καίγεται για μία πιθανότητα. Που ζητάει διαρκώς μια ελευθερία.

Συχνά, του λέω να σταματήσει, όταν φωνάζει και γελάει στο λεωφορείο, όταν δεν έχει φρένα, όταν ξεφεύγει σε υπερβολές. Κι εκείνος, καμιά φορά, μαζεύεται γιατί νομίζει ότι ντρέπομαι γι’ αυτόν. Μα, η αλήθεια είναι ότι απλά ζηλεύω. Ζηλεύω το πάθος του για τα μικρά, την τρέλα, τη φλόγα που δε σβήνει.

Γιατί η αιώνια εφηβεία μπορεί να έχει ανωριμότητα, να ξεχνάει μέτρα, να γίνεται άδικη και υπερβολική, να σε κουράζει και να σε εξαντλεί, μα είναι απελπιστικά υπέροχη. Είναι αληθινή, ζει, παθιάζεται, σου δίνει μια στο κεφάλι και κάνει τα δικά της. Μπορεί να μαλώνουν για το τελευταίο κομμάτι γλυκό, ή το αν ο τάδε είναι από την πέρα ή τη δώθε ραχούλα, μα θα το πιστεύουν, θα το κάνουν με όλο τους το είναι να βράζει για δικαίωση.

Έχουν όλον τον κόσμο απέναντί τους κι αυτό, αντί να τους τρομάζει, τους παρακινεί. Θα αλλάξει το ρου της ιστορίας της τέχνης, μου λέει κι εγώ γελάω. Γελάω γιατί σκέφτομαι πως δε θα γίνει ποτέ, πως είναι ανώριμο κι αφελές. Και μετά κοιτάω τα μάτια του, που το πιστεύουν, που έχουν ένα όνειρο, κάτι για να πιάνονται και να ελπίζουν πως αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Τα μάτια του που όταν συναντούν τα δικά μου περιμένουν ένα νεύμα για να ξεκινήσουν, μια φιτιλιά για να γίνει κάρβουνο η αδράνεια.

Οι άνθρωποι αυτοί, είναι μια περιπέτεια. Μπορεί να σε φέρουν σε αταξίδευτα νερά, να σε ζαλίσουν στη διαδρομή, να σε κουράσουν. Μα θα σε ταξιδέψουν κι αυτό σημαίνει ότι θα σε πάρουν από την ασφάλειά σου, για να σε πάνε κάπου παραπέρα. Γι’ αυτό να τους αγαπάτε τους αιώνιους έφηβους. Κάνουν αυτό που δεν τολμάμε όλοι οι υπόλοιποι. Παθιάζονται για τη ζωή.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου