Τα βράδια έχω μια περίεργη συνήθεια. Με το που ο ήλιος αρχίσει να σβήνει σε έναν γεμάτο χρώματα ουρανό κι ένας αλλιώτικος αέρας φυσάει απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο, κοιτάω τα φώτα της πόλης, ανάβω τσιγάρο  και καθώς αλλάζω τις κοσμοθεωρίες μου, μεταμορφώνομαι. Μοιάζω με λύκο που ουρλιάζει στη σελήνη, γίνομαι πιο ρομαντική κι ονειροπόλα, μόνο που εγώ ουρλιάζω για έρωτα.

Μου αρέσει η νύχτα, έχει κάτι το απόκοσμο, το διαφορετικό και μυρίζει σαν έρωτας. Ειδικά όταν το φεγγάρι είναι ολόγιομο, γίνεται ακόμη πιο αισθησιακή.

Τη νύχτα το τοπίο αλλάζει, λες και μπαίνουμε σε μια άλλη διάσταση, πιο συναισθηματική. Γιατί, πώς να το κάνουμε, η νύχτα φτιάχτηκε για έρωτα. Δε γίνεται αλλιώς, μόνοι ή μαζί, πάσης φύσεως ερωτευμένοι ανασταίνονται και πεθαίνουν κάθε βράδυ. Η νύχτα ασκεί μια αλλιώτικη γοητεία κι αν εσύ νομίζεις ότι μπορείς να της ξεφύγεις, πλανάσαι πλάνην οικτράν!

Υπάρχει ανθρώπινη ψυχή που να μην έχει νιώσει τον έρωτα να πλησιάζει απειλητικά μια νύχτα με πανσέληνο; Έναν θα ‘θελα να ήξερα, που να μην απαρνήθηκε την αγκαλιά του Μορφέα για μια άλλη αγκαλιά. Ποιος δεν πέρασε όλο το βράδυ μέχρι να χαράξει συζητώντας με το αντικείμενο του πόθου του ή συζητώντας για το αντικείμενο του πόθου του;

Ποιος δεν οδήγησε σε ολόκληρη την πόλη, από άκρη σε άκρη στις τρεις τα ξημερώματα για ένα και μόνο βλέμμα; Ποιος δεν αντάλλαξε χάδια και φιλιά κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και ποια δυο μισά δεν έγιναν ένα σε κάποια αμμουδιά με τον ήχο τον κυμάτων να αναμιγνύεται με βογγητά.

Έναν θα ‘θελα να ξέρα που δεν έμεινε άγρυπνος με τη σκέψη του στραμμένη σε ένα άτομο. Έναν που δεν ξαγρύπνησε για χάρη αυτού του τσόγλανου θεού! Χλωμό. Δε νομίζω να υπάρχει. Η νύχτα για τον ερωτευμένο μετατρέπεται σε νύχτες. Ατέλειωτες, λοιπόν κι αυτές κι οι αναστεναγμοί για πάρτη του.

Αν η νύχτα είχε φωνή και μπορούσε να μιλήσει και τι δε θα ‘λεγε. Γιατί η νύχτα γίνεται αυτόπτης μάρτυρας κάθε επιθυμίας. Άλλωστε, τους μεγαλύτερους έρωτές μας τους ζήσαμε ή τους αναπολήσαμε στο σκοτάδι. Κάπου εκεί στα σκοτεινά χαμένοι σε βλέμματα, αγκαλιές και χάδια, λέξεις, υποσχέσεις, εξομολογήσεις κι υπονοούμενα.

Τη νύχτα, λοιπόν, το χώμα μετατρέπεται σε κρεβάτι για τους ερωτευμένους και το σκοτάδι γίνεται συνένοχος για τη συγκάλυψη ενός εγκλήματος πάθους. Νύχτα ξυπνάει ο έρωτας που τη μέρα κοιμάται και σεργιανίζει και μαζί του μας ξυπνάει τα μεγαλύτερά μας πάθη.

Έτσι, κάθε βράδυ βγαίνουν κι οι πάσης φύσεως και καταλήξεως ερωτευμένοι, παράνομοι ή μη, μόνοι η μαζί. Θα τους δεις πιασμένους χέρι-χέρι να κάνουν βόλτες κάτω απ’ το φεγγάρι. Θα τους δεις να ανταλλάσσουν φιλιά και χάδια σε κάποια γωνιά τις πόλης. Θα τους δεις να συζητάνε σε ένα παγκάκι ή να γελάνε τρώγοντας παγωτό. Θα τους δεις παντού. Τα βράδια η πόλη εμπνέει έρωτα.

Μας χρωστάει πολλές αγρυπνίες η νύχτα. Γι’ αυτό ανήκει σε αυτούς που έκαναν έρωτα στην αγκαλιά της, σ’ αυτούς που σεργιάνισαν τους δρόμους, σ’ εκείνους που ερωτεύτηκαν και κάηκαν παράφορα. Σε αυτούς που μας έκλεβαν τα βράδια τον ύπνο. Στα φιλιά, στα χάδια, στα ονειροπολήματα και τα νυχτοπερπατήματα όλων των ερωτευμένων. Η νύχτα ανήκει στους ερωτευμένους.

Συντάκτης: Γεωργία Ιακώβου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη