Πριν τις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, τα ψυγεία και το ηλεκτρικό ρεύμα, την εποχή που κάθε χωριό ήτανε στην απομόνωση, η διασκέδαση έλειπε απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Τότε δεν υπήρχαν ταβέρνες και κέντρα διασκέδασης κι η καθημερινότητά τους είχε να κάνει καθαρά με τη βιοπάλη. Μέσα σε αυτήν την κουραστική καθημερινότητα, όλοι περίμεναν πώς και πώς μία φορά τον χρόνο να γιορτάσουν τον Άγιο-προστάτη του χωριού.

Μετά τον εκκλησιασμό, φορώντας τα καλά τους ρούχα, μαζευόντουσαν στην κεντρική πλατεία για το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός της περιοχής, το πανηγύρι. Τόπος συνάντησης κι αντάμωσης των ανθρώπων των γειτονικών χωριών, ευκαιρία για ατελείωτο γλέντι, μέρος για να γίνει η γνωριμία μεταξύ νέων και φυσικά τα προξενιά -τότε ήταν η ευκαιρία να γνωριστούν τα νιάτα, να μπορέσουν να κοιταχτούν στα μάτια χωρίς πρόβλημα και φυσικά να πιαστούν χέρι-χέρι με την πρόφαση του χορού χωρίς να βρούνε τον μπελά τους με σκοπό να αναλάβουν δράση οι προξενήτρες μετέπειτα και τα υπόλοιπα θα σας τα πούνε οι παππούδες σας.

Φτάνουμε στο σήμερα και περιμένουμε την καλοκαιρινή άδεια –αμήν και πότε– για να εξαφανιστούμε απ’ τις πόλεις. Φόρτωμα τα πράγματα στο αμάξι κι επόμενος προορισμός το χωριό. Ακόμα και κάποιοι να είστε πρωτευουσιάνοι, σίγουρα θα έχετε ένα φίλο που θα κατάγεται από ένα γραφικό χωριό και θα σας καλέσει για διακοπές εκεί. Είναι εκείνα τα κλασικά χωριά με μόνιμο πληθυσμό ελάχιστους κατοίκους και το καλοκαίρι δεν περισσεύει ντιβάνι για να χωρέσει όλο το σόι. Κι όλοι πάνε εκεί για να ανταμωθούν με παππούδες και γιαγιάδες, με τους παλιούς φίλους που μεγάλωσαν πριν χρόνια μαζί εκεί,αλλά και να βρεθούν κι εκείνοι που έγιναν φίλοι στο χωριό κάποιο καλοκαίρι -δεν τον ξέρεις, ένας απ’ το χωριό είναι.

Πετρόχτιστα σπίτια, σοβατισμένα με ασβέστη, δρόμοι πλακόστρωτοι και στο κέντρο του χωριού η πλατεία. Βρύσες με δροσερό νερό από πηγές να ρέουν αδιάκοπα, στρογγυλά σιδερένια τραπεζάκια με ξύλινες καρέκλες περιμένουν τον κόσμο να ανταμωθεί κάτω απ’ την πελώρια σκιά ενός πλάτανου. Οι καμπάνες σημαίνουν τη λήξη της λειτουργίας κι όλοι στρώνονται για το μεγάλο πανηγύρι! Λάμπες με διάφορα χρώματα φωτίζουν την υπερυψωμένη σκηνή, ηχεία να φτάνουν τα πέντε μέτρα, ο ήχος στο τέρμα και το γλέντι ξεκινάει!

Ψητά της σούβλας πάνω σε λαδόκολλα, τζατζίκι, σαλάτες χωριάτικες και ψωμί –απλό, λιτό και απέριττο το μενού– γεμίζουν τα τραπέζια που είναι σε παράταξη από πιτσιρικάδες σερβιτόρους με λευκά πουκάμισα, καρτούτσα –μεταλλικά κανάτια κρασιού– με ντόπιο κόκκινο και λευκό κρασί πηγαινοέρχονται για κέρασμα και κουτάκια με παγωμένες μπίρες σβήνουν την καλοκαιρινή ζέστη. Το κλαρίνο και το βιολί δίνουν το ρυθμό και χωρίς ντροπές σηκώνονται γνωστοί κι άγνωστοι για χορό.

Κι αυτή είναι η ουσία. Εκείνη την ημέρα ξεχνάνε όλοι την καθημερινότητά τους και τις διαφορές τους κι αγκαλιάζουν τον διπλανό τους για να χορέψουν τσάμικα, καλαματιανά κι άλλους τόσους λεβέντικους χορούς. Φυσικά δε λείπουν κι οι φιγουρατζήδες, όπου θα καθυστερήσουν όλη την ουρά μέχρι κι ένα ολόκληρο τραγούδι για να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες.

Φεύγουν τα φαγητά κι αναλαμβάνουν τα ουίσκι, οι παραγγελιές στα όργανα –έναντι οβολού εννοείται, να ζήσεις, Αντρέα μου, με το χορό σου!– και φυσικά ακόμα περισσότερος χορός μέχρι πρωίας -έχω πάει σε πανηγύρι Σάββατο βράδυ και τελείωσε το μεσημέρι Κυριακής, όλοι ήμασταν στάχτη απ’ το πότο.

Στα νησιά, τα πανηγύρια είναι ελάχιστα διαφορετικά. Μετά απ’ τον εκκλησιασμό, το πανηγύρι σε περιμένει ακριβώς απ’ έξω από το εξωκλήσι με κέρασμα φαγητό –συνήθως δωρεά κάποιου ευκατάστατου του τόπου– όπως φάβα ή κρέας σε γάστρα παρέα φυσικά με άφθονο κρασί, τσίπουρο και ρακή. Οι εκκλησιές στολισμένες με πολύχρωμα σημαιάκια που δηλώνουν τον εορτασμό ανεμίζουν απ’ το νησιώτικο αεράκι, αυτοσχέδιος φωτισμός με λάμπες φωτίζει την εξοχή κι αντί για τον βαρύ χορό που ακούς στα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας, μπάλοι, καβοντορίτικα, ικαριώτικα και κρητικά τρέχουν το χορό ανάλαφρο και γρήγορο.

Όλοι σχηματίζουν έναν κύκλο ή όσους κύκλους χωράει ο τόπος για να προλάβουν όλοι να χορέψουν με το πρόσταγμα του μονοφωνάρη. Νέοι και γέροι, γνωστοί κι άγνωστοι, αγκαλιασμένοι στον ίδιο ρυθμό, ενώνονται για να διασκεδάσουν μέχρι να πρηστούν τα πόδια απ’ τα παραδοσιακά ακούσματα που βγάζουν τα βιολιά, τα λαούτα, τα σαντούρια κι οι λίρες!

Φαντάσου τι γλέντι γίνεται στην Ικαρία το δεκαπενταύγουστο που γιορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, με οχτώ πανηγύρια στο ίδιο νησί σε διαφορετικά χωριά και πόσο ξακουστά είναι όπου μαζεύει μόνο και μόνο για εκείνη την ημέρα πάνω από 17.000 κόσμο για να διασκεδάσει και να ενωθεί με το πλήθος. Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

Τα πανηγύρια σίγουρα δεν είναι ο τρόπος διασκέδασης που έχουμε συνηθίσει στην καθημερινότητά μας. Είναι, όμως, δεσποτικά μέσα στο καλοκαίρι κι ευκαιρία να ζήσουμε στιγμές απ’ την πραγματική Ελλάδα, στιγμές με ήθη κι έθιμα που καθορίζουν την ταυτότητά μας.  Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε, αλλά αντ’ αυτού να τα διαιωνίζουμε. Και πού ξέρεις; Εκεί που θα ψάχνεις τα βήματα για τον μπάλο, μπορεί να πατήσεις τον διπλανό σου και να γίνει το τυχερό με ένα και μόνο βλέμμα. Λίγο το κρασί, λίγο ο χορός κι η διάθεση, άντε δίπλα κι η εκκλησιά, να ζήσετε.

Είμαστε για τα πανηγύρια!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη