Πριν 76 χρόνια τέτοιες μέρες οι Έλληνες πολεμούσαν τους Ιταλούς στο Αλβανικό μέτωπο, μετά το «Όχι» του Μεταξά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν «Όχι», αλλά «Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι αδύνατον», το ρεζουμέ όμως είναι το ίδιο. Ένας λόγος που η απάντηση ήταν τόσο άμεση, είναι το γεγονός ότι ο Μεταξάς ήταν άντρας κι οι άντρες είτε πολιτικοί είτε όχι, έχουμε λάβει θέλουμε-δε θέλουμε, εκπαίδευση για άμεσες απαντήσεις σε ερωτήματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση. Αν το 1940 η Ελλάδα είχε πρωθυπουργό γυναίκα και με δεδομένο ότι το τελεσίγραφο επεδόθη πέντε η ώρα το πρωί, ο Ιταλός πρόξενος θα περίμενε κάνα τρίωρο από κάτω μέχρι να την ξυπνήσουν και να ρίξει κάτι πρόχειρο πάνω της, για να πάρει την απάντηση «α δεν ξέρω, πρέπει να το σκεφτώ πρώτα, δεν είμαι ακόμα έτοιμη ψυχολογικά». Το αποτέλεσμα φυσικά θα ήταν το ίδιο γιατί τελικά θα του ‘κλεινε την πόρτα στη μούρη ουρλιάζοντας «Με πιέζεις», αλλά για να ‘παιρνε απάντηση, ούτε λόγος.

Κάθε άντρας στη ζωή του θα έρθει αντιμέτωπος με μερικές ερωτήσεις που θα θεωρούσε αστείες αν του τις έκανε άλλος άντρας, αλλά στην προκειμένη δεν του τις κάνει άλλος άντρας και φυσικά δε θα είναι καθόλου προς το συμφέρον του να τις θεωρήσει αστείες, ή να απαντήσει κατ’ αυτό τον τρόπο. Σπάνια θα στις κάνει μια μεγάλη γυναίκα, είτε γιατί δεν την ενδιαφέρει να μάθει, είτε γιατί είναι πια σε ηλικία που ξέρει ότι ή θα της απαντήσεις άλλα αντί άλλων, ή θα αρχίσεις τα “evasive manuevers” και θα εκνευριστεί ακόμα χειρότερα, οπότε δεν μπαίνει καν στον κόπο. Δεν μπορούμε να προπονηθούμε στην απάντηση, δεν μπορούμε να προετοιμαστούμε γιατί δεν ξέρουμε πότε θα γίνει η ερώτηση κι όταν έρχεται η ώρα να απαντήσουμε, είναι σαν να παίζουμε ρώσικη ρουλέτα.

Οι πιο συνήθεις παρατίθενται κάτωθι:

  1. «Πάχυνα;» . Φίλε ακόμα κι αν τη γνώρισες σαν φωτοτυπία κι έχει γίνει σαν το άρμα που μπούκαρε στο Πολυτεχνείο, δεν «πάχυνε». Απλά τσούπωσε, δημιούργησε καμπύλες, ρε αδερφέ, ανέδειξε τα μαγουλάκια της. Κι ακόμα κι αν γλιτώσεις την παντόφλα που απάντησες «ναι», σκέψου ότι έχει χειρότερο. Να αρχίσει καμιά εξαντλητική δίαιτα και να τρώτε κάθε μέρα σπαράγγια και σαλάχι στον ατμό μέχρι να τα ξαναχάσει. Σοβαρά τώρα, για ένα «πάχυνες» θα βγάλεις κάνα δεκάμηνο με γιαούρτια 2%;
  2. «Με βλέπεις τόση ώρα στραβωμένη, δε θα με ρωτήσεις τι έχω;» . Φαντάσου ένα κουτί, που από μέσα του ακούγεται ένα ρολόι κι απ’ έξω γράφει στα αραβικά «Αλλάχ Ακμπάρ». Ούτε κάθεσαι δίπλα του ούτε φυσικά το ανοίγεις. Όταν βλέπεις ότι είναι στραβωμένη, όχι απλά δε ρωτάς τι έχει, αλλά φροντίζεις να μην υπάρχεις καν στο χώρο.
  3. «Με πόσες έχεις πάει;». Σε αυτό το σημείο, της λες πόσο την αγαπάς, πόσο τέλεια έγινε η ζωή σου από τότε που τη γνώρισες και πόσο θα πέσεις στα πατώματα αν τη χάσεις. Τη ρωτάς πού θέλει να πάτε τριήμερο και στα ζόρια της κάνεις και πρόταση γάμου, αρκεί να αποφύγεις να απαντήσεις. Σημείωση: με το «δεν ξέρω, δε μετράω», θα συμπεράνει ή ότι πριν από αυτή ήσουν παρθένος, ή ότι έχεις κουτουπώσει όσες ξέφυγαν του Σπαλιάρα. Αν παρά ταύτα το πεις, να ελπίζεις να νομίσει το πρώτο.
  4. «Μου πάει αυτό;». Συνήθως τίθεται για ρούχο ή παπούτσι και σπανιότερα μαλλί. Και φυσικά δεν υπάρχει η απάντηση «όχι». Ή είναι κακοραμένο, ή είναι σκουπίδι. Πάντα θα φταίει το ρούχο ή το παπούτσι. Ακόμα κι αν φορώντας την μπότα θυμίζει το Ντ΄Αρτανιάν απ’ τους 3 σωματοφύλακες, πρέπει να βρεις ένα τρόπο να το ρίξεις στο προϊόν κι όχι σε αυτή. Αν όλα τα υπόλοιπα δε δουλέψουν, πες της ότι νομίζεις ότι σε γλυκοκοιτάει η πωλήτρια, θα εξαφανιστείτε απ’ το μαγαζί σε δευτερόλεπτα.
  5. «Ποια είναι αυτή που σου κάνει like;». Αν δεν είναι αδερφή/εξαδέλφη/θεία ή μάνα σου, λες ένα «μια παλιά φίλη», τη σβήνεις και δε δίνεις συνέχεια, ελπίζοντας ότι δε θα δώσει κι αυτή. Σκέψου το απλό, αν μετά τις Θερμοπύλες είχε κάνει το μαλάκα ο Ξέρξης, δε θα έχανε δέκα χιλιάδες στρατό στις Πλαταιές λίγο αργότερα. Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, αδερφέ.
  6. «Αν απιστούσες θα μου το ‘λεγες;». Είναι κι η μόνη ερώτηση που πρέπει να απαντήσεις κοφτά. «Δε θα απιστούσα. Αν ήθελα κάτι άλλο θα σε χώριζα». Γιατί μπορεί φουκαρά μου να θες να φανείς ειλικρινής και να ασπαστείς το ρητό που λέει «ποτέ μη λες ποτέ», αλλά η δικιά σου θα συνδυάσει ότι αν έχεις σκεφτεί το αν θα το ομολογήσεις, άρα έχεις σκεφτεί και να την κερατώσεις. Μην αυτοκτονήσεις ακόμα, λίγες έμειναν, τελειώνω.
  7. «Αν είχες να διαλέξεις ανάμεσα σε μένα και τους φίλους σου;». Εδώ είναι μια από τις μεγαλύτερες παγίδες. Αν απαντήσεις ότι θα διάλεγες αυτή, αυτόματα σημαίνει ότι δεν είσαι καλός φίλος, συν ότι είσαι σαλιατρέχουλας και φουστανάκιας. Αν επέλεγες τους φίλους, δεν την αγαπάς αρκετά. Ναι, τώρα μπορείς να αυτοκτονήσεις.
  8. «Αυτό το έχεις ξανακάνει;». Συνήθως αναφέρεται σε κάποια πτυχή του σεξουαλικού σας βίου. Φίλε, ζούμε στην εποχή του ίντερνετ. Εκμεταλλεύσου το και απάντα ότι το έχεις δει κάπου στο ίντερνετ. Εκτός αν θες να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί κολυμπώντας στο αίμα σου και να δεις το πουλί σου ταριχευμένο πάνω στο πάσο της κουζίνας.
  9. «Αν έμενα έγκυος τι θα έκανες;». Και φυσικά απαντάς ότι θα ήσουν στο πλευρό της (βασικά αυτό θα πρέπει να είναι αλήθεια αλλιώς είσαι μέγας καριόλης), κι ότι αν αποφασίζατε να ανέβετε σκαλί, θα στήριζες όπως υποχρεούσαι. Κάπου εκεί θα ανέφερες και τη μέλλουσα πεθερά της, την αγαπημένη σου μανούλα, που θα στήριζε κι αυτή κι εκείνο το ωραίο κόκκινο περιβραχιόνιο με τον αγκυλωτό σταυρό που φοράει πάνω από τη ρόμπα όταν γνωρίζει φίλους σου.
  10. «Τι είναι οφσάιντ;». Έχεις αφήσει στο ταμείο ένα ρούχο για να το αγοράσεις και πας να δοκιμάσεις ένα άλλο μπας και πάρεις κι εκείνο. Μέχρι να βγεις η διπλανή σου έχει πει ότι είναι δικό της, το έχει αγοράσει κι ήταν το τελευταίο κομμάτι. Πες της το έτσι να ξεμπερδεύεις.

Όσο θα υπάρχουν, αδερφέ, τόσο θα μας βασανίζουν. Είτε είναι μανάδες μας, είτε φίλες είτε κοπέλες μας. Αλλά ίσως αν δεν το έκαναν να μην τις αγαπούσαμε και τόσο. Καλά μας κουράγια.

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη