Πολλά είναι τα αναπάντητα ερωτήματά μου σε αυτήν τη ζωή. Γιατί να μην έχει ποινικοποιηθεί το καβάτζωμα αναπτήρων, γιατί δεν υπάρχουν κινητά που σε μπουγελώνουν μετά το πέμπτο snooze, γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να αγαπούν από μακριά. Απαντήσεις στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα δεν έχω κι οι υποθέσεις που κάνω για το τρίτο καθόλου δε μου αρέσουν, οπότε τις αφήνω στη φαντασία σας.

Είναι όμως παράξενο, έτσι; Να υποθέτεις, να τρώγεσαι με αερολογίες κι υπεκφυγές, ενώ το πιο απλό που θα μπορούσες να πεις είναι ένα «σ’ αγαπάω, γαμώ το κεφάλι μου». Και για να προλάβω αντιδράσεις, αφαιρώ απ’ τη λίστα όσους δοκίμασαν και δεν είχαν ανταπόκριση, αφαιρώ κι όσους σεβάστηκαν την αδιαφορία του άλλου ή τη σχέση του ή οτιδήποτε, τέλος πάντων, δεν τους επέτρεψε να εκφραστούν.

Θα εστιάσω σ’ όσους μπορούσαν, μα δείλιασαν. Θα σταθώ σε όλους εκείνους που έβαλαν τους εγωισμούς τους και το «σιγά μη ρίξω τα μούτρα μου» πάνω απ’ τα συναισθήματά τους. Θέμα δύναμης ή αδυναμίας, δεν ξέρω, ούτε και μετράει στον τελικό απολογισμό. Κι απέναντι αυτός ο κακόμοιρος που το περίμενε το «σ’ αγαπάω» και που για χάρη του θα αγνοούσε υποδείξεις, φίλους, εμπόδια και το Θεό τον ίδιο και θα έφερνε τον κόσμο ανάποδα για χάρη του.

Καταλαβαίνετε όλοι, έτσι; Πόσες φορές μαθεύτηκαν έρωτες εκ των υστέρων, πόσοι αγαπούσαν κρυφά κι από απόσταση, πόσοι δεν τόλμησαν να κάνουν την υπέρβαση -κι ας ήταν με το μέρος τους οι πιθανότητες. Πόσες αγάπες κρύφτηκαν πίσω από δήθεν φιλίες και πόσες εξομολογήσεις, τελευταία στιγμή, πνίγηκαν σε αστεία κι ασαφή υπονοούμενα; Πόσες φορές «χαλαρές σχέσεις» έκρυβαν έρωτες ζωής και, για λόγους που αδυνατώ να καταλάβω, βολεύτηκαν σ’ αυτήν την ελαφρότητα;

Ε λοιπόν, εμένα δε μ’ ενδιαφέρει αν μ’ αγαπούν από μακριά. Να το βράσω, για να το κάνω πιο σαφές. Δε μ’ ενδιαφέρει καμία δικαιολογία, δε θέλω ν’ ακούσω κανένα επιχείρημα. Δε μου κάνει καμία απολύτως αίσθηση να μάθω κάποτε ότι μ’ έβλεπες και σου κόβονταν τα γόνατα, να με πιάσουν οι φίλοι σου –ή κι εσύ ο ίδιος– κι εκ του ασφαλούς πλέον να μου πεις όσα έπνιξες. Και γιατί να το κάνεις τώρα; Σάμπως και δεν καταλάβαινες τότε; Να επιβεβαιώσω όσα υποψιαζόμουν, ωραία, τι θα κερδίσω, πες μου. Να ικανοποιήσω ποια ανάγκη; Επιβεβαίωση φιλαρέσκειας; Πως δεν ήμουν φαντασιόπληκτη; Άντε και τα σιγούρεψα. Τι να με παρηγορήσει, όμως και τι μπορεί να μου δώσει πίσω τις στιγμές που χάσαμε; Τα βράδια αμφιβολίας και τις στιγμές που σε περίμενα;

Γι’ αυτό σου λέω, ασ’ το. Δεν το ‘πες στην ώρα του, μην το πεις ποτέ. Δε θα με παρηγορήσει, ίσα-ίσα, θα μ’ εκνευρίσει. Ο καιρός που πέρασε, οι αναμνήσεις που δε χτίσαμε, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, όλα αυτά δε θα γυρίσουν πίσω και πλέον είναι αργά. Αφού τότε μ’ άφησες να πιστεύω στο μονόπλευρο, δε βρίσκω λόγο να πιστέψω ετεροχρονισμένα στο αμοιβαίο. Χίλιες φορές να έμενα στην άγνοια.

Κι άκου και το άλλο. Στη χρεώνω την ετεροχρονισμένη αποκάλυψη. Μια χαρά τόσο καιρό είχα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι όλα τελικά ήταν μέσα στο κεφάλι μου. Στη σκέψη πως παραπλανήθηκα, πως ερμήνευσα λάθος τα σημάδια για να μην αποδεχτώ την πικρή αλήθεια. Συμβαίνουν κι αυτά και δεν έχω από κανένα την απαίτηση να μου ανταποδώσει τίποτα αν δεν το θέλει, πώς θα μπορούσα, άλλωστε. Κοντά μου με το ζόρι δε θέλω κανένα και σε είχα αποδεσμεύσει χωρίς πολλά-πολλά.

Πιο πολύ με πίκρανες τώρα, να το ξέρεις. Πιο πολύ με νευρίασες, πιο πολύ έπεσες στα μάτια μου. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου αλλάζεις τα δεδομένα, να περιμένεις να συγκινηθώ ή να σου ανταποδώσω τα ωραία λόγια. Μου τα στέρησες όταν έπρεπε και πλέον βρίσκω πιο ενδιαφέρον το δελτίο καιρού, παρά τα όσα μου λες. Άργησες πολύ και το νόημα χάθηκε.

Καμία νοσταλγία, κανένα παράπονο, καμία απορία. Ούτε τι σε ώθησε να μην τα πεις τότε, ούτε τι σε παρακίνησε να τα πεις τώρα. Ίσως, επειδή είσαι κι εσύ καλά κι είπες να τα βγάλεις από μέσα σου, αφού πια δεν κοστίζουν τίποτα. Ξαλάφρωσες απ’ το βάρος σου, αλλά δε θα το φορτωθώ εγώ. Καν’ το κι εικόνα άμα θες. Μαθαίνεις –κι ενώ είσαι ήδη εξαιρετικά ευχαριστημένος από τη νέα σου δουλειά– τι στράβωσε σε μια συνέντευξη για μια θέση που την ήθελες πολύ. Πόσο να σε απασχολήσει, όμως, τώρα;

Μπορώ με βεβαιότητα να σου πω πως χάσαμε κι οι δυο μας. Αν υπάρχει κλίμακα χασούρας, ίσως εσύ λίγο πιο πολύ και στεναχωριέμαι, αλήθεια στο λέω. Μιλάμε ανοιχτά και μεταξύ μας ξέρεις πως αν υπήρχε έστω και κάτι απ’ τα παλιά, την ευκαιρία που μου δίνεις θα την άρπαζα.

Κρίμα, ν’ αγαπάς από μακριά ενώ θα μπορούσες να έχεις το κοντά, μεγάλο κρίμα. Κρίμα να παίρνεις στο λαιμό σου ανθρώπους που θα σου έδιναν ό,τι ζητούσες αν τα τωρινά κότσια τα έβρισκες τότε. Μα, ακόμα πιο μεγάλο κρίμα να τα βρίσκεις επιτέλους και, ταυτόχρονα, να βρίσκεις σε τοίχο. Σε τοίχο που μόνος σου ύψωσες και πια δεν μπορείς να γκρεμίσεις.

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη