Ήμασταν μαζί δυο μήνες, τον έναν ήμουν κι εκτός πόλης. Πάντα θα λατρεύω το προσωπάκι της, πάντα θα καταφέρνω να συνεννοηθώ μαζί της. Τη χώρισα, θύμωσε, έκλαψε, μ’ έβρισε και συνεχίσαμε τις ζωές μας.

Όλα θα ήταν καλά, αν δεν την ξανασυναντούσα, μετά από καιρό, σε κοινή παρέα. Ομόρφυνε, έπηξε στο μυαλό, θα ήταν τέλεια, αν δεν ήταν φιλόλογος -τρέφω μια βαθειά, αδικαιολόγητη αντιπάθεια για τον κλάδο-. Βρεθήκαμε να μιλούμε για το τι έχουμε χάσει από τα καθημερινά μας, ποιοι μπήκαν και ποιοι βγήκαν από την ζωή μας, πόσο καλά ήμασταν χωρίς ο ένας τον άλλον, και πόσο δεν λέγαμε ψέματα.

Τότε ήταν που με ζώσαν ένστικτα, μαύρες σκέψεις- ή, μάλλον, κόκκινες. Μια παρόρμηση να την στριμώξω στο κόκκινο Φιατάκι δίπλα, να σπάσω τα κουμπιά στο πουκάμισό της, να σφίξω τα χέρια της στο ταμπλό, να…

«Σου’ λειψα;», με ρωτά, και ξυπνώ.

Ναι, μου’ λειψες, κι ας βρήκα μια κακή υπεκφυγή, για ν’ αλλάξω την συζήτηση. Δε συνηθίζω να το παραδέχομαι, μετάνιωσα που χωρίσαμε. Είσαι ο,τι καλύτερο μου’ χει τύχει. Σπάνια βρίσκεις γυναίκα, άνθρωπο γενικά, τόσο όμορφο, κι έξω και μέσα. Που καταφέρνει να κρατιέται ξεχωριστός, ενώ τον καταπιέζουν τα πάντα.

Κι ας είναι και φιλόλογος.

Δέκα φορές να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δέκα φορές θα νιώσω κάθαρμα για το κλάμα σου, όπως σ’ αγκαλιάζω τελευταία φορά. Δέκα φορές θα σε σκέφτομαι τη μέρα, και δέκα φορές θα θελήσω να σε πάρω ένα τηλέφωνο, μπας και σε ξανακρατήσω.

Ούτε μια φορά όμως δε θ’ άλλαζα την απόφασή μου.

Όχι γιατί ντρέπομαι ή γιατί φοβάμαι να σ’ αντιμετωπίσω. Αυτά είναι δικαιολογίες γι’ ανθρώπους που δεν μπορούν να κοιταχτούν στον καθρέφτη. Το τι συμβαίνει εκεί κάτω, δεν έχει να κάνει με σένα. Ναι, σε πλήγωσα, ναι, το μετάνιωσα. Αλλά δεν θα γύριζα πίσω, ούτε ένα μέτρο, κι αν μπορούσα ακόμα.

Δεν θα σου πω καν την γνωστή μπαρούφα, «όλα γίνονται για κάποιον λόγο». Μου είναι ξένος αυτός ο ντετερμινισμός, και με λογίζω στους ρομαντικούς ανθρώπους. Θα σου πω, «όλα τα έκανα για κάποιον λόγο».

Αστεία ιστορία, δεν πρόλαβες να την ακούσεις· ψέματα, δεν στην είπα. Την παραμονή ενός συνεδρίου, ήπια τ’ άντερά μου, έκατσα δίπλα από την εμμονή του μήνα, της είπα δεν-θυμάμαι-τι, παραπάτησα μέχρι την οικία μου, και ξέρασα δίπλα στην αφίσα του Fight Club.

Όλοι κάνουν βλακείες στην ζωή τους. Όλοι χάνουν κι απογοητεύουν ανθρώπους, που ούτε ν’ απογοητεύσουν έπρεπε, ούτε (σίγουρα) να χάσουν. Οι σχέσεις με τον κόσμο σου είναι σαν τα οτοστόπ. Κάποια θα τα παρατήσεις, κάποια θα τα κυνηγήσεις, κάποια θα σε προσπεράσουν.

Έχω πάρει πολλές στραβές αποφάσεις· λίγες φορές στάθηκα τυχερός, και δεν μου βγήκαν σε κακό. Ακόμα δεν ξέρω τι είπα στην μελαχρινή του τσιπουράδικου, κι εσένα σ’ έχω χάσει.

Θα’ κανα κάτι διαφορετικά, όμως; Ποτέ.

Όπως και στα οτοστόπ, δεν ξέρεις αν το αμάξι είναι το σωστό, μέχρι να φτάσεις κάπου. Κι άπαξ και φτάσεις κάπου, δεν έχει νόημα να γυρίσεις· είναι σαν να μην ξεκίνησες.

Δε μ’ αρέσει να χάνω χρόνο, ούτε να ψάχνω τις κούτες στο πατάρι για πράγματα που ξέχασα. Αν τα ξέχασα, πάει να πει πως είχα κάτι άλλο να θυμάμαι. Πάει να πει πως είχα κι άλλες δουλειές. Πάει να πει, στην τελική, πως δεν τ’ αγαπούσα αρκετά· καλύτερα που φύγαν.

Είχα καλό λόγο να σε παρατήσω. Ακόμα κι αν τώρα φαίνεται ασήμαντος, τότε μου φαινόταν καλός. Θα ήθελα να μην το είχα κάνει. Βρέθηκα μετά μόνος μου, μ’ ανεπαρκείς ανθρώπους, ή μ’ άλλους, επαρκείς. Μετακόμισα, χώρισα, γέλασα, έκλαψα, και κατέληξα να μιλώ μεθυσμένος σε μια σνομπ τριτοετή. Και μετά, σε ξανασυνάντησα, και το εκτίμησα.

Μπορεί να μετάνιωσα που σ’ άφησα, μα θα’ κανα την ίδια κούρσα, ξανά και ξανά, χωρίς ν’ αλλάξω βήμα.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος