Όταν περνάς φάση χωρισμού ξημερώνουν κάποιες αλκυονίδες μέρες, που μια τρελή ενέργεια σε κάνει να τρέχεις σχεδόν χορεύοντας στη διαδρομή ως τον νιπτήρα του μπάνιου. Ρίχνεις νερό στο πρόσωπό σου, χαμογελάς στο είδωλο, μα τι ωραίο χαμόγελο που έχεις εσύ, πας στην καφετιέρα βάζεις την αμπούλα, χτυπάς και μια πιρουέτα στο μεταξύ μέχρι να στάξει ο εσπρέσο.

Βάζεις μουσική να ‘χεις υπόκρουση για το λίκνισμα, όσο στρώνεις πουκάμισα και παντελόνια κι ανοίγεις την εξώπορτα της πολυκατοικίας με χάρη. Σήμερα η πόλη σου ανήκει. Πρωταγωνιστείς σε μια βουβή ταινία που όλοι περιμένουν από σένα την υπέρβαση και κυρίως εσύ απ’ τον εαυτό σου. Θα ευτυχήσεις σύντομα. Θα κάνεις πράγματα που θα ‘χουν να συζητάνε. Θα αδυνατίσεις. Θα φλερτάρεις στον υπερθετικό. Κι αυτές οι μέρες θα ξεκινήσουν από σήμερα. Κι είναι όντως τόσο επιβλητική αυτή η αποφασιστικότητα, ώστε σε πείθει ότι θα το πετύχεις. Σήμερα αλλάζεις σελίδα. Αυτή είναι η στιγμή σου.

Το απόγευμα φέρει μαζί του νοσταλγίες. Μην κάνεις το λάθος να σε βρει η δύση του ηλίου σε βεράντα. Οι βεράντες έχουν το συνήθειο να γίνονται ενοχλητικά επίμονες κάτι απογεύματα. Εκείνη είναι η ώρα που ένας τρίτος καφές μπορεί ν’ αποδειχτεί εξαιρετικά βοηθητικός. Ξεκινάς να υποψιάζεσαι ότι η μέρα της υπέρβασής σου ίσως δεν είναι η σημερινή. Θα σε πειράξει λιγάκι. Αλήθεια, γιατί θα σε πειράξει; Για σένα; Για τους θεατές; Για το χαμένο χειροκρότημα; Για τον εγωισμό σου που θα νικηθεί; Για τη στρατηγική που δε στήριξες; Σκατά! Ούτε μια αδιαφορία δεν μπορείς να προσποιηθείς.

Χλιαρό το 9μμ – 12μμ. Οι άνθρωποι φλυαρούν τις ώρες εκείνες, γίνονται πραγματάκια, η πόλη κοιμάται πιο αργά, τα inbox χτυπάνε ανά πεντάλεπτο, τα σινεμά λειτουργούν κι οι φίλοι σε καλούν για ποτό, πού χρόνος για περισυλλογή; Κι αφού πάνε όλοι για ύπνο ‘θα ρθει η ώρα για μια κουβεντούλα με τον εαυτό σου. Ένας σοφός νους θα έλεγε ότι εκείνη είναι η σωστή ώρα να πας κι εσύ για ύπνο, αλλά όταν στο δωμάτιο είσαι μόνος σπάνια η λογική θα επικρατήσει. Τη λογική τη θυμόμαστε συνήθως μπροστά στα μάτια και τ’ αυτιά των άλλων. Μόνοι μας τη στέλνουμε στο πυρ το εξώτερον.

Και κάπως έτσι θα πιάσετε τις διαφωνίες με τον εαυτό κι αν η ώρα προχωρήσει θα βάλετε κι ένα κρασάκι να βρέξετε τα χείλια σας. Και θα θυμώσετε και θα φωνάξετε και θα κακιώσετε και θα περάσετε κάποια ώρα σιωπηλά. Που ο ένας εαυτός απογοήτευσε τον άλλον. Που και σήμερα δεν έκανες τα πραγματάκια που ήθελες, που βαρέθηκες να φλερτάρεις, που παρήγγειλες στις τρεις μια πίτσα, που στις πέντε θυμήθηκες κάτι διακοπές. Αυστηρός ο ένας εαυτός, αδυσώπητος, θα σε πατήσει κάτω, ξεφτίλα θα σε κάνει. Άχρηστε που δεν μπορείς ούτε να αυτοεπιβληθείς.

Κι είναι κι ο άλλος που δεν πάει πίσω σε πονηράδα, αλλά είναι πιο μουλωχτός και θα παίξει με την ασφαλή λύση της επίκλησης στο συναίσθημα και με την ώρα σύμμαχο, θα κερδίσει. Και γιατί να πιεστείς δηλαδή να προσποιηθείς τον άνετο; Γιατί να πουλήσεις ιστορία; Γιατί σώνει και ντε να μοιράσεις φιλιά δεξιά κι αριστερά; Γιατί να μην κοιμηθείς με μια ανάμνηση; Γιατί να γίνουν όλα αυτά σήμερα; Γιατί να ντραπείς που νιώθεις; Γιατί να αισθανθείς αμήχανα αν εκείνος που άφησες πίσω το καταλάβει ότι νοιάζεσαι ακόμη;

Τελειώνουμε τις ιστορίες και πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι του επίλογου σπεύδουμε να επιβεβαιώσουμε το ορθόν της επιλογής μας. Όλοι μας. Κι εσύ που διαβάζεις κι εγώ που γράφω ενώ ξημερώνει. 

Χρονοβόρο. Μάταιο. Χρονοβόρο και μάταιο και ψυχοφθόρο. Μεγάλωσε ο ένας εαυτός μου για να παίζει ακόμα ρόλους, στο διάολο κι οι τακτικές, τα καθώσπρέπει, η υποκειμενική φυσιολογικότητα και τα χρονοδιαγράμματά της. Αν δεν είναι φυσιολογικό να θρηνείς μια συναισθηματική απώλεια τότε τι είναι; Ξεμάθαμε να πονάμε ή φοβόμαστε τόσο μήπως μας συμβεί; Πού στο καλό μπουρδουκλωθήκαμε; Κι ο άλλος ο ανώριμος, ο ατρόμητος εαυτός, πού και πού με μπερδεύει, με γοητεύει τόσο, με κάνει υποχείριό του. Με πείθει ότι αυτός είναι ο γνώστης, ο διπλωμάτης, ο ψυχολόγος, αυτός που θα με βγάλει απ’ την κρίση. Με παρασέρνει σε μπαρ συχνά πυκνά, σε παυσίπονες γνωριμίες, σε ζαλισμένες κουβέντες, σε ένα ξύπνημα με χανγκόβερ που βρομάει από χιλιόμετρα υποκρισία και που με κάνει να θέλω να κοιμάμαι όλη μέρα μπας και παραγραφούν οι στιγμές.

Δεν είναι αγώνας ταχύτητας ένας χωρισμός, να προχωρήσεις πρώτος, να μπεις στο μάτι του άλλου, δεν είναι εκδίκηση και τιμωρία. Δεν είναι όλα αυτά ακόμη κι αν ο άλλος έχει προλάβει κι έχει όντως κάνει την ειλικρινή στροφή του πρώτος. Δεν είναι ταπείνωση η παραδοχή όσων νιώθεις. Για σένα μιλάμε τώρα, για τη σχέση με τον εαυτό σου, για να μην περνάνε τα βράδια σου μες στη διαφωνία. Χεσ’ τους τους τρίτους. Κάναμε ατραξιόν τις ζωές μας. Τις τόσο αψεγάδιαστες, τις κεφάτες, τις πετυχημένες. Πιο πολύ μας κόφτει τι θα υποθέσει ο γείτονας για όσα γίνονται στο κρεβάτι μας, παρά αν εμείς οι ίδιοι είμαστε πράγματι ικανοποιημένοι μ’ αυτά. Επιθυμίες άλλων καλύπτουμε, το καταλαβαίνουμε; Της μάνας και του κολλητού που θα μας τραβήξουν το αυτί να βγούμε απ’ το τριπάκι μας, της παρέας που μας θέλει διαρκώς σε κέφι κι ετοιμοπόλεμους για πάσα μαλακία, της κοινωνίας που τη βαριέται τη στεναχώρια κι έχει θέματα καίρια και πρακτικά να λύσει – και τέλος πάντων παράτα μας κι εσύ με τα ερωτηματικά σου.

Ίσως τελικά κι εκεί να μετριέται η αγάπη. Όχι στο κατά πόσο αργείς να ξεχάσεις, αλλά στο πόσο σ’ ενδιαφέρει όλο αυτό να το κρύψεις, να ντραπείς εξαιτίας του.

Είμαστε εύκολοι γενικώς με τα «σ’ αγαπώ». Μας αρέσουν οι ενεστώτες, μας επιβεβαιώνουν, φέρνουν αδρεναλίνη στις στιγμές. Μας αρέσουν πάρα πολύ κι οι μέλλοντες, είμαστε των υποσχέσεων, τρέφουν προσδοκίες. Κι όμως, μπορεί η ουσία να κρύβεται σ’ έναν αόριστο που περήφανα θα ειπωθεί. Που δε θα παίξει εκ του ασφαλούς. Που δε θα ‘χει ιδιοτελείς σκοπούς να εξυπηρετήσει. «Σε αγάπησα».

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά