Με ρωτάνε έντονα κι όλο και πιο συχνά όσο περνάει ο καιρός, γιατί δε μιλάω, γιατί δε σου μιλάω να σου πω όσα νιώθω, όσα κατ’ ακρίβειαν οδεύουν κατευθείαν στον πνιγμό μου δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω απ’ όλη μου τη ζωή.

Πνίγομαι. Ουρλιάζει η σιωπή μου κι εγώ επιμένω αποδεικνύοντας σε όλους τα τεράστια αποθέματα της αντοχής και της ανοχής μου. Συμφωνούμε ότι κοντεύω να σκάσω σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι που μόνο αν αφεθεί ελεύθερο μπορείς να του προσδώσεις ελευθερία.

Μα πόσο μικροί και πόσο στ’ αλήθεια λίγοι όλοι τους! Να μιλήσω να πω τι; Τα συναισθήματά μου είναι πια τόσο πολύτιμα κι εγώ τόσο εύθραυστη! Να μιλήσω να πω όσα νιώθω στην πραγματικότητα; Μα θα πιεστεί, σου λένε. Με λίγα λόγια, δεν είναι σε θέση να την αντέξει την αλήθεια.

Να μιλήσω να πω τα μισά, να περιμένω να κερδίσει την οικειότητά του για να είμαι αληθινή απέναντί του; Μισή αλήθεια, μηδαμινή ανακούφιση.  Το μπαλόνι θα ξαναφουσκώσει πιο επικίνδυνα κάθε φορά που μια αλήθεια στην εξωτερίκευση εκλείπει.

Και μεταξύ μας, δεν είμαι σε θέση να χειριστώ τις συνέπειες. Δειλία, λέγεται, το ξέρω, το παραδέχομαι, το έχω αποδεχτεί καιρό τώρα. Μα ένας άνθρωπος που έχει παλέψει με κάθε σκληρό τρόπο για να είναι στοιχειωδώς καλά, πώς να ρισκάρει την ηρεμία στη ψυχή του εύκολα; Ένας άνθρωπος που ήταν πεπεισμένος για την αναπηρία αγάπης που διαθέτει, πώς ξαφνικά να δώσει εύκολα τα αποθέματα τρυφερότητάς του;

Να μιλήσω λοιπόν να πω τι; Ότι είναι ο ένας κι ας μη μου έχει δώσει λόγο κι ας μην το έχει κερδίσει ουσιαστικά ποτέ; Δεν την αντέχουν τόση αλήθεια οι άνθρωποι! Περικυκλωμένοι στα τόσα ψέματα, στα τόσα σχεδόν, στα τόσα μισά και κυρίως στα τόσα δήθεν έχουν μάθει να αντιδρούν καχύποπτα, διστακτικά, με δόση κοροϊδίας ως η μόνη ασφαλής λύση.

Δε μιλάω γιατί δε θέλω να αλλάξει η καθημερινότητά μου. Δε μιλάω γιατί τα μάτια του και το χαμόγελό του μου δίνουν την απαραίτητη δύναμη που χρειάζομαι για να συνεχίσω, για να έχω λόγο να αισθάνομαι περήφανη που τα κύματα τα εξημέρωσα κι επιτέλους νιώθω ξανά.

Γιατί η εκτίμηση που τρέφει στο πρόσωπό μου είναι δώρο ανεκτίμητο που δύσκολα χαρίζεται και γιατί η επικοινωνία μας, τ΄αστεία μας, είναι όλα όσα έχω. Σωπαίνω και παρακολουθώ αθόρυβα κι ας μαχαιρώνομαι κάθε που γελάει η ψυχή του για άλλη. Μα τουλάχιστον, γελάει.

Είναι στ’ αλήθεια τυχερός που εν αγνοία του προστατεύεται, είναι τυχερός που αγαπιέται χωρίς να έχει κοπιάσει, είναι τυχερός που κάποιος τον νιώθει. Μα είμαστε κι οι δυο άτυχοι που πνιγόμαστε στη σιωπή. Να ήταν οι άνθρωποι τόσο δυνατοί, να ήταν οι άνθρωποι πραγματικά γενναίοι, να τη σκορπούσαν την αλήθεια τους με την ίδια ευκολία που την πνίγουν. Να ‘χαμε, λέει, γενναιοδωρία αλήθειας και να μπορούσαμε να χειριστούμε τα πάντα.

Ας ήτανε για μια στιγμή να έκλεινα σε μια κραυγή όσα θέλω τόσο να σου πω. Ας ήτανε τα δάκρυα να συνοδεύονταν για μια φορά από μια δόση λύτρωσης κι από ένα σημάδι πως η στασιμότητα κι η αναμονή άξιζε. Μα όπως λέει κι ο Αλκίνοός μου «με τόσα ψέματα που ντύθηκαν οι λέξεις πώς να σου πω το σ’ αγαπώ, να το πιστέψεις»;

 

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη