Και τι δεν έχουμε ακούσει για τα Σαββατόβραδα. Και τι δεν έχουμε δει να συμβαίνει όσο ξεροσταλιάζουμε έξω από νυχτερινά μαγαζιά λίγο πριν μας καλημερίσουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Κόσμος που πίνει, διασκεδάζει, γελάει. Κόσμος στολισμένος με μάγουλα να έχουν ροδίσει από το αλκοόλ και χαμόγελα σε ένδειξη μέθης και καλής διάθεσης. Ένα μπούγιο από τους ξενύχτηδες που κινούνται με το τέμπο της μουσικής ίσα για να νιώσουν το κεφάλι τους να γυρίζει.

Την είχες συνηθίσει με τα καθημερινά της, φαινομενικά να μην είναι τίποτα το εντυπωσιακό, τίποτα το κάτι διαφορετικό. Μέχρι που έσκασε μπροστά σου με τα μαλλιά της περιποιημένα. Μέχρι που την παρατηρούσες όσο προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω στα δωδεκάποντα που τα φύλαγε σε κάποια γωνιά της ντουλάπας μη και τύχει καλή περίσταση. Και τι δεν έκανε για να ξεφύγει από το καθιερωμένο της τζιν και τα sneakers. Έψαχνε αρκετή ώρα μέχρι να καταλήξει στο ιδανικό για αυτήν outfit, αυτό που να την κολακεύει όσο-όσο χωρίς να την κάνει να φαίνεται δεύτερη, απλή ή φορτωμένη.

Τι να πούμε για την απόπειρα να τοποθετήσει σωστά τη μάσκαρα και το κραγιόν; Μία ώρα μπρος στον καθρέφτη και πάλι αισθάνεται σαν κάτι να της λείπει. Δείχνει όμορφη όμως, έλα παραδέξου το. Δείχνει ακριβώς όπως θα ήθελε να είναι, εντυπωσιακή, λαμπερή, ερωτεύσιμη. Παρά τη μισή μέρα που πέρασε κλεισμένη σπίτι της προκειμένου να ξεμυτίσει για δυο-τρεις ώρες, το αποτέλεσμα τη δικαιώνει και μάλιστα με το παραπάνω. Τι κι αν την έμαθες με τα t-shirts και τις φόρμες, το σημερινό είναι το κάτι άλλο.

Τη θαυμάζεις για τη σημερινή της εμφάνιση, της βγάζεις το καπέλο που φαίνεται να περιποιείται τον εαυτό της και δεν τον αφήνει να φθαρεί. Την επαινείς για το γούστο της, την ευχαριστείς που σου χαρίζει μια νύχτα έξω μόνο για εσάς ακόμα κι αν αυτή η βραδιά άργησε, ακόμα κι αν ήταν η μία ανάμεσα σε χιλιάδες που δεν κάνατε τίποτα.

Να την αγαπάς όμως την ώρα που θα βγάζει τα ψηλοτάκουνα και θα περπατάει ξυπόλητη στα μαρμάρινα πλακάκια. Να την αγαπάς όσο θα λύνει τα μαλλιά της και θα πέφτουν επιμελώς ατημέλητα στους ώμους της. Να την αγαπάς όταν θα βγάλει τα καλά της και θα γυρίσει τρισευτυχισμένη στο χιλιοφορεμένο της φούτερ και με αγαλλίαση θα βουτήξει στα μαξιλάρια γκρινιάζοντας για τον πόνο στα πέλματα της. Το Σαββατόβραδο την πήρε εντυπωσιακή και την αφήνει ανθρώπινη.

Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου πες της πως είναι εκθαμβωτική, το πρωινό της Κυριακής όμως πες της πως είναι όμορφη. Είναι όμορφη όσο χουζουρεύει μέχρι το μεσημέρι αγκαλιά με τα μαξιλάρια, την ώρα που πίνει σιωπηλή τον καφέ της μπας και φύγει η χθεσινοβραδινή ζαλούρα, τις στιγμές που χάνεται μέσα στο -δύο νούμερα μεγαλύτερο- φούτερ της χωρίς να την πολυενδιαφέρει αν την κολακεύει. Επέστρεψε στα καθιερωμένα της, στα απλά και καθημερινά και της πάει.

Τι κι αν δεν είναι μακιγιαρισμένη, τι κι αν η εμφάνιση της αυτές τις ώρες δεν παραπέμπει σε μοντέλο έτοιμο να οργώσει τις πασαρέλες; Ζούμε σε έναν κόσμο που ταύτισε το εντυπωσιακό με το ωραίο και το αληθινό με το μέτριο, χωρίς να διστάσει και χωρίς να ντραπεί. Κι αν σήμερα πρέπει να πούμε ότι ζούμε για κάτι, καλύτερα να πούμε αυτό που βρίσκεται υπό εξαφάνιση. Ζούμε για εκείνες τις στιγμές που λίγο μας ενδιέφερε η εικόνα. Γενικόλογο, αόριστο, ελεύθερο να πάρει σχήμα στη σκέψη του καθενός, έχει το κάτι τι ανθρώπινο.

Κάποιος άγραφος νόμος όρισε τα Σάββατα να πορεύονται παρέα με την εικόνα, τη μέθη και την καλοπέραση. Στον αντίποδα, οι Κυριακές μείνανε μετέωρες να μεσολαβούν μεταξύ του hangover και του «Μισώ τις Δευτέρες». Συνεπώς μείνανε να διατηρούν το αίσθημα της χαράς πριν τη φουρτούνα μέχρι η βδομάδα να κάνει τον κύκλο της και να μας δροσίσει η μπουνάτσα. «Μα πώς μπορείς να μη με αγαπάς τα Σάββατα;». Αν την αγαπάς τις Κυριακές, λίγο τη νοιάζουν τα Σάββατα.

Τα Σάββατο ίσως είναι αρκετοί αυτοί που θα περιπέσουν στην εικόνα της. Αρκετοί αυτοί που, με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, θα τη σκανάρουν από την κορυφή έως τα νύχια. Ακόμα ίσως είναι αρκετοί αυτοί που θα επιθυμήσουν να πιουν ένα ποτό μαζί της και να χαρούν την παρέα της κάτω από τον χαμηλό φωτισμό και τα μπάσα να βαράνε στα μηνίγγια τους.

Δεν θα είναι πολλοί αυτοί που θα γευτούν μαζί της τον πρωινό καφέ με τη συννεφιά να τους καλημερίζει. Σε επέλεξε για το κομμάτι λίγο πριν πέσει η αυλαία, η οποία εγγυημένα δεν έπεσε με το που βγήκατε από το μπαρ. Κι εκείνη σε ερωτεύεται λίγο περισσότερο με φόντο τη μπαλκονόπορτα του σπιτιού σου με την κούπα στο χέρι, μιας και αποκαλύπτεις μόνο για την αρχοντιά της την ακαμουφλάριστη πτυχή σου. Γιατί όχι κι εσύ;

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή