Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Και κάπως έτσι, σε μια Αθήνα που έβραζε από καυσαέριο κι έρωτα, έφτιαξαν μια σχέση που ξεκίνησε από ένα τυχαίο και μεθυσμένο κρεβάτι, μα κατέληξε να μετράει έξι ολόκληρα χρόνια. Και καλώς ή κακώς, όταν μια σχέση κρατάει τόσο, σημαίνει ότι όσο τυχαία κι αν ξεκίνησε, κάτι υπήρξε για να την κρατήσει.

Εκείνοι, είχαν ο ένας τον άλλο. Όχι όμως με την παραδοσιακή κλασική έννοια ενός ζευγαριού, μα περισσότερο με μια σχιζοφρενή παράνοια η οποία εξαρχής τους είχε φέρει κοντά. Υπήρχαν συνέχεια εντάσεις και καβγάδες, μάλωναν κυριολεκτικά για τα πάντα, δεν υπήρχε η παραμικρή μέρα χωρίς να σπάσει ένα ποτήρι ή ένα τασάκι, χωρίς να υψωθεί μια φωνή ή να χτυπήσει με βρόντο μια πόρτα. Όπως και δεν υπήρχε μέρα χωρίς παθιασμένα φιλιά, χωρίς ένταση και πάθος, χωρίς βλέμματα όλο φωτιά κι ακατανίκητη επιθυμία για επαφή. Αν δεν του έλεγε «καληνύχτα», δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν δεν την είχε δίπλα του, δεν ήθελε να ξυπνήσει.

Τους έμαθαν και στην παρέα, ως «ο Γιάννης κι η Φανή». Πάντα μαζί, παντού μαζί, ντουέτο στα πάντα. Αν δεν έβγαινε ο ένας, δε θα έβγαινε ούτε ο άλλος κι όποτε σηκωνόταν ο ένας για να φύγει, αυτό σήμαινε αυτόματα το ίδιο και για τον άλλο. Οι φίλοι όλοι έγιναν κοινοί, οι ζωές μπλέχτηκαν τόσο που δεν τους ξεχώριζες πια, λες και δεν είχαν προσωπικότητα αν χωρίζονταν στα δύο. Ο Γιάννης κι η Φανή, η Φανή κι ο Γιάννης. Τόσο που πια δεν μπορούσες καν να πεις το όνομα του ενός, χωρίς να ακολουθήσει αυτόματα και το όνομα του άλλου. Άρρωστο; Μπορεί. Μπορεί απλά «πολύ». Με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό.

Πολύ μαζί, πολύ ερωτευμένοι, πολύ διαφορετικό, πολύ έντονο. Πολύ πιεστικό. Έτσι ήταν και για τη Φανή που δεν καταλάβαινε καν πόση ζημιά της έκανε όλο αυτό μέσα της. Είχαν τυφλωθεί ο ένας απ’ τον άλλον, είχαν κλειστεί σε ένα μικρόκοσμο που δε χωρούσε κανένας και τίποτα, ούτε καν κι οι δύο μαζί από ένα σημείο και μετά. Μέχρι που μια μέρα, απλά συνέβη.

Γύρισε σπίτι κομμάτια. Ένιωθε βρόμικη, πρόστυχη, σχεδόν σιχαινόταν τον εαυτό της. Δεν το πίστευε ότι το είχε κάνει, μα μέσα της για κάποιο λόγο δεν ένιωθε τύψεις.  Ήταν απλά ένα άδειασμα, λες κι όλο αυτό το «πολύ» θέλησε ξαφνικά να το κάνει τόσο «λίγο» για να μπορέσει να το αντέξει, για να καταφέρει να υπάρξει μέσα σ’ αυτό. Εκείνος, την περίμενε, καθισμένος στο μπαλκόνι, όπως έκανε πάντα μετά τη δουλειά, όταν περίμενε να επιστρέψει. Κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο απ’ το πακέτο του, είχε ήδη ξοδέψει άλλα δεκαεννιά όσο την περίμενε. Το ήξερε μέσα του, το ένιωθε, ίσως απλά ήθελε να το ακούσει, για να μπορέσει να το κάνει πραγματικότητα.

«Γιάννη, είσαι εδώ;»

Η φωνή της, σχεδόν αχνή, με το ζόρι έβγαινε, καταλάβαινες ότι δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πνίξιμο στη φωνή της. Κάθισε δίπλα του κι ένιωσε την ανάγκη να τον παρηγορήσει σαν μωρό, να τον αγκαλιάσει για να τον γλυτώσει από όσο πόνο είχε να του προκαλέσει. Να τον ηρεμήσει.

«Πες μου μόνο αυτό. Νιώθεις πράγματα γι’ αυτόν;»

Την κοίταξε με μια τελευταία σπίθα στα μάτια του, όπως κάνει το πυροτέχνημα λίγο πριν σβήσει στο σκοτάδι. Εκείνη η τελευταία λάμψη, που ούτως ή άλλως είναι για να χαθεί.

«Δεν ξέρω αν έχει σημασία. Δεν είναι δίκαιο για σένα. Έγινε και λυπάμαι. Πραγματικά λυπάμαι. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πώς, πιέστηκα, φοβήθηκα, ήταν εύκολο, ήταν πιο εύκολο, ρε Γιάννη. Έχει γίνει τόσο δύσκολο με μας. Είναι τόσο δύσκολο…»

Σταμάτησε να μιλάει, την έπνιξαν τα δάκρυα, την έπνιξαν όλα όσα δεν του είχε πει, όλα όσα ένιωθε και δεν είχε καν καταλάβει.

«Πόσες φορές; Έχει καιρό;»

Είχε πια σκληρύνει ο τόνος του, ίσως απλά δεν ήθελε να της δώσει τη δυνατότητα να δει πόσο τον είχε γαμήσει. Δε θα την άφηνε να τον δει έτσι.

«Ένα μήνα».

Μετά σιωπή. Δεν υπήρχε κάτι να πουν, δεν υπήρχε τίποτα, όλα ήταν απλά θαμπά και με το ζόρι καταλάβαιναν αν ζούσαν πραγματικότητα ή όνειρο. Δε μίλησαν άλλο. Κοίταξαν για λίγο το κενό μέχρι που η Φανή σηκώθηκε αποφασισμένη πια να μαζέψει όση δύναμη κι αξιοπρέπεια της είχε απομείνει για να μαζέψει τα πράγματά της.

«Φεύγω για Θεσσαλονίκη αύριο. Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Σ’ αγαπάω πάρα πολύ, πάντα θα σ’ αγαπάω. Ίσως μερικά πράγματα δεν είναι για είναι».

Δεν την κοίταξε. Δεν είπε τίποτα. Έμεινε εκεί, μόνος του, σε ένα σπίτι που μέχρι πριν λίγες ώρες, ήταν γεμάτο από εκείνη, είχε παντού τα πράγματά της, την αίσθησή της. Και τώρα, πώς φεύγουνε;

Δεν ξαναμίλησαν από τότε. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, δεν έμαθαν ποτέ ο ένας για τον άλλον. Εκείνη ξέκοψε απ’ όλους, χάθηκαν τα ίχνη της, δεν κράτησε επαφές με κανέναν. Είχαν πια περάσει δεκατρία χρόνια, ο Γιάννης είχε κάνει κάποιες σχέσεις, δεν κράτησε καμία πάνω από μήνα. Όταν άφηναν την πρώτη μπλούζα, την πρώτη οδοντόβουρτσα, ήξερε ότι είχε έρθει η στιγμή για να το τελειώσει. Δεν επένδυε ποτέ και σε τίποτα, δεν ήθελε να δει σοβαρά καμία σχέση στη ζωή του. Έτσι περνούσαν τα χρόνια με τον ίδιο να παλεύει να βρει δουλειά, περνώντας τη μια οντισιόν μετά την άλλη, μήπως και κατάφερνε να πιάσει κανένα ρόλο.

«Πολύ καλός, μα ψάχνουμε για κάτι άλλο».

Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο.

«Καλησπέρα σας, ο κύριος Γιάννης Σταύρου; Από το θέατρο Αμαλία σας καλώ, ζήτησε να επικοινωνήσει μαζί σας ο κύριος Καραγιανίδης για έναν ρόλο. Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να έρθετε να κάνετε μια πρώτη πρόβα; Τα γραφεία μας είναι στην Όλγας 17, Θεσσαλονίκη».

Πού τον βρήκε, για ποιο ρόλο, τι ακριβώς συνέβη, δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί.  Μάζεψε τρία ρούχα και πέντε σημειώσεις και δυο ώρες μετά ήταν στους δρόμους για το βραδινό τρένο. Θα πήγαινε να τη βρει.

Κι έτσι ερχόμαστε στο σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά, δύο μέρες πριν όλα τελειώσουν. Δυο μέρες μόνο. Καμιά φορά μπορεί ακόμα και μία μέρα να φτάνει για να πεις ότι άργησες πολύ.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη