Η ζήλια στις μέρες μας είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Δε λείπει από καμία σχέση. Κάποιες φορές είναι όμορφο να υπάρχει σε ορισμένα πλαίσια κι άλλες φορές είναι προτιμότερο να λείπει! Κάποιες φορές γοητεύει και σαγηνεύει το δέκτη, αλλά αντίθετα άλλες φορές τον εξουθενώνει και τον ενοχλεί σε πολύ έντονο βαθμό,μέχρι τελικής πτώσεως που λένε.

Η «γλυκιά ζήλια» αρχικά, κάποιες φορές πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει σε μια σχέση. Ο βαθμός της είναι ήπιων τόνων και το μόνο που καταφέρνει είναι να εξιτάρει μ’ έναν θετικό τρόπο τον πομπό και το δέκτη. Να φέρνει τους δύο αυτούς ανθρώπους πιο κοντά, να τους δένει με την καλύτερή της μορφή. Η ζήλια αυτή σημαίνει με χίλιους δύο τρόπους επιβεβαίωση και ενδιαφέρον. Με το να υπάρχει λοιπόν, ολοκληρώνει ορισμένες στιγμές, τις γεμίζει και τις ομορφαίνει με το δικό της παιχνιδιάρικο χαρακτήρα, με δείγματα κολακείας, κάτι σαν κομπλιμέντο δηλαδή.

Από την άλλη όψη της όμως, η ζήλια μπορεί να κατονομαστεί και φιλαυτία. Είναι σαν ένα μικρό «τερατάκι» που φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν συχνά-πυκνά, μπορεί και συνέχεια, χωρίς απαραίτητα να είναι εσκεμμένα. Μπορεί να φτάσει δυστυχώς, ακόμη και σε παθολογικό πρόβλημα. Σχεδόν πάντα, αν δε δαμαστεί, έχει καταστροφικό ρόλο με σοβαρές συνέπειες.

Η φιλαυτία λοιπόν είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα το οποίο υπάρχει σε πολλές σχέσεις. Κάποιοι το αναγνωρίζουν στον εαυτό τους, κάποιοι άλλοι όχι. Τουλάχιστον οι πρώτοι είναι σε καλύτερο στάδιο. Για τους παθολογικά ζηλιάρηδες λοιπόν μια κίνηση, μια λέξη, ένα βλέμμα μπορεί να είναι επιλήψιμο. Το αίσθημα αυτό συνδέεται άρρηκτα με την ανησυχία. Παρά τα προβλήματα και τις ενοχλήσεις του δέκτη, αξίζει να τονιστεί ότι τα συναισθήματα του πομπού είναι πιο άσχημα και απειλητικά. Γίνονται έμμονες ιδέες και πολλές φορές δυστυχώς υπάρχει άσχημη κατάληξη.

Παρ’ όλες τις μορφές της λοιπόν, τις περισσότερες φορές, μια σχέση κλασσικής ζήλιας εμπνέεται από τη φράση «Όχι αγάπη μου εγώ δε ζηλεύω, απλώς δε θέλω να αναπνέει κανείς άλλος δίπλα σου». Κανείς δεν παραδέχεται κατάματα στον άλλο τη ζήλια που σιγοβράζει και χύνεται από τα μάτια. Κανείς δεν παραδέχεται μπροστά στον άλλο την κτητικότητα του «σε θέλω μόνο δικό μου, κάθε μέρα, συνέχεια». Κανένας δεν έχει τα κότσια να ρίξει τα πέπλα του εγωισμού και να το πει. Γιατί, έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, εγωιστές και σιωπηλά πυροτεχνήματα.

Όλα όσα δε λέμε και δεν πράττουμε όμως, έχουν πάντα ένα αντίκρισμα, ένα λογικό αποτέλεσμα. Γιατί, μπορεί αρκετές φορές η σιωπή να είναι χρυσός, αλλά άλλες φορές, όταν παραμονεύει η σιωπή, γεννιούνται διχασμοί κι όχι καθωσπρεπισμοί. Στο τέλος, τον χάνεις τον εαυτό σου και μαζί μ’ αυτόν και το παιχνίδι. Game over λες κι αναγεννιέσαι από τις στάχτες σου, όταν εκείνοι σε πέταξαν στη φωτιά με δύναμη να καείς, μα δεν κάηκες. Χάρη σου έκαναν φίλε μου, έκαψες τον παλιό, καλό για εκείνους εαυτό σου κι εσύ δημιούργησες κάτι πιο σύνθετο και γερό που δεν στο χαλάει κανείς ξένος τώρα.

Γι’ αυτό πάντα να λέτε τι νιώθετε και να μην κρατάτε τίποτα μέσα σας. Όταν πραγματικά αγαπάμε, μην ξεχνάτε ότι ο εγωισμός πέφτει στο πάτωμα και μένει εκεί, δεν ξανασηκώνεται. Με το να υποκύπτουμε στη φύση του, μπορούμε με τη στάση μας να δημιουργήσουμε προβλήματα και να σερβίρουμε στον άλλο απορίες και διχασμούς. Ενώ το σωστό είναι να είμαστε ξεκάθαροι. Δεν είναι τυχαία αυτή η λέξη. Να είμαστε καθαροί μέσα μας είναι το παν.

Υ.Γ : Αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους εγωιστές και σε όλους εκείνους που πάλεψαν μ’ έναν τοξικό εγωιστή.

 

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου