Ένα απ’ τα βασικότερα συστατικά μιας σχέσης είναι η εμπιστοσύνη. Κι αν δεν υπάρχει αυτή, πού πάμε; Γίνεται να προχωρήσει η σχέση και πώς;

Έτσι, λοιπόν, όταν κάποιος μπαίνει στη διαδικασία να αρχίζει να ψάχνει το κινητό του συντρόφου του, μάλλον ήδη κάτι πηγαίνει στραβά. Να ψάχνει, όμως, όχι αστεία. Μηνύματα, επαφές, followers, likes, κλπ. Προφανώς κάτι έχει σπάσει για να νιώθεις την ανάγκη να επιβεβαιώσεις κάποια υποψία σου –εκτός κι αν βλέπεις φαντάσματα παντού.

Ακόμα και τίποτα, όμως, να μη βρεις, και μόνο το ότι σε κάνει να αμφιβάλλεις είναι ένα καμπανάκι που σε προειδοποιεί -εκτός κι αν πρόκειται για δικό σου παραλογισμό, όπου τότε είναι πρόβλημα δικό σου που πρέπει να λύσεις. Γενικά ό,τι δε λύνεται κόβεται, αλλά ας δούμε τα πράγματα με μια πιο κοντινή ματιά.

Αρχικά, σε ένα ζευγάρι, εφόσον υπάρχει εμπιστοσύνη, δε θα υπάρχει κανένα κόλλημα να ξέρει ο ένας τον κωδικό του άλλου –ούτε καν να έχουν κωδικούς συχνά– σε κινητά κι υπολογιστές, γιατί απλά ξέρεις ότι δεν έχεις κάτι να κρύψεις και δεν έχει κάτι να σου κρύψει. Κι έτσι, δε νιώθεις καν την ανάγκη να ψάξεις. Να βρεις τι; Κάπως έτσι, ασφαλείς και σίγουροι ο ένας για τον άλλο, κρατάτε την περιέργεια και τη χειριστικότητα έξω απ’ την πόρτα.

Για ποιο λόγο να θες να μάθεις τι συζητάει με τις φίλες της ή τι λέει με την παρέα του; Αυτό δείχνει μια υπερβολική ανάγκη να πέσεις πάνω στον άλλο, να ελέγχεις κατά κάποιο τρόπο τη ζωή του, αναζητώντας λεπτομέρειες που ούτε καν σε αφορούν. Περιπτώσεις παθολογικής ζήλιας ή υπερβολικής αδιακρισίας, που σε κάθε περίπτωση κρύβουν ανασφάλειες.

Ας μη χώνουμε τις μύτες μας παντού, λοιπόν, δεν ωφελεί. Ειδικά στην ιδιωτικότητα του συντρόφου μας. Μπορεί, άλλωστε, να κρύβει κάτι για τους δικούς του λόγους, που δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με σένα. Λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη δε βλάπτει κι όχι, ό,τι συνέβη στο παρελθόν σου δεν αποτελεί άλλοθι για τη συμπεριφορά σου.  Ας μην κάνουμε ό,τι δε θέλουμε να μας κάνουν, πόσο πιο απλό;

Τώρα όσον αφορά σε περιπτώσεις που αντικειμενικά έχουν λόγο να ανησυχούν, δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ούτε να τους χαρακτηρίσει παράλογους. Ως ένα βαθμό είναι κατανοητή η ανάγκη να ψάξουν για να μάθουν, να επιβεβαιώσουν αν όντως όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.

Διαφορετικό το να υποψιάζεσαι διαρκώς κι αδίκως, να πλάθεις σενάρια, βασισμένα στις προσωπικές σου ανασφάλειες και τελείως άλλο το να εντοπίζεις μια αλλαγή συμπεριφοράς και μια απομάκρυνση του συντρόφου σου, σημάδια ότι κάτι δεν πάει καλά.

Αν σε πνίγει διαρκώς η αμφιβολία κι η σκέψη πως κάτι συμβαίνει, όσο κι αν θεωρείται –κι είναι– κατινιά κάτι τέτοιο, αυθόρμητα θα μπεις στον πειρασμό να δεις τις υποψίες σου να επιβεβαιώνονται ή, στο ευτυχές σενάριο, να γκρεμίζονται.

Δυστυχώς, όσο και να το θέλουμε, δεν είμαστε όλοι τόσο ανώτεροι και πολιτισμένοι ούτε μπορούμε να τα λύνουμε όλα με μία απλή ερώτηση. Ειδικά για θέματα όπως η απιστία, που δυστυχώς χωρίς αποδείξεις σπάνια κάποιος την παραδέχεται. Άρα εν μέρει, δε δικαιολογείται, αλλά κατανοείται η αδιακρισία σου.

Το συμπέρασμα; Με ή χωρίς λόγο δε θα έπρεπε να φτάνουμε σε τέτοιο σημείο, να ψάχνουμε προσωπικά αντικείμενα του συντρόφου μας, να αναιρούμε κάθε προσπάθεια να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης. Αν κάτι έχει αλλάξει στο μεταξύ σας το καταλαβαίνεις και χωρίς να ψάξεις μηνύματα -αρκεί να θες να το δεις.

Εξάλλου, για να φτάσεις σε αυτό το σημείο, μάλλον θα επιβεβαιώσεις κάτι που ήδη ξέρεις. Όποιος ψάχνει βρίσκει, λένε, να το θυμάσαι!

 

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη