Είναι εκείνες οι φορές που θα κάνω ή θα κάνεις μια τέτοια χοντράδα ώστε να δικαιολογείται να κρατήσουμε μούτρα για είκοσι λεπτά, για να γυρίσουμε πλευρό ή να μην απαντήσουμε με την πρώτη στο τηλέφωνο. 
Κι είναι κι εκείνες οι υπέροχες φορές δέκα λεπτά τελικά αργότερα, όταν γείρουμε πάλι πρόσωπο με πρόσωπο κι όταν χτυπάει το κινητό.
Υπάρχουν μερικές φράσεις που θα μου πεις, που θα σου πω, που θα σε ρωτήσω και θα μου απαντήσεις, που θα με ρωτήσεις και θα σου απαντήσω κι έτσι ωραία και καλά θα το αφήσουμε κι αυτό πίσω μας και θα ξεκινήσουμε ορεξάτοι για νέες ωραίες περιπέτειες.

Στο μεσοδιάστημα όμως, σ’ εκείνο το δεκάλεπτο της απορίας, ο νους τρέχει, αναρωτιέται και διχάζεται. Η αγάπη αμφισβητείται και νομίζω πως όλοι θα συμφωνούσαμε πως αυτή η αμφισβήτηση, όσο κι αν διαρκεί, είναι από τις πιο επίπονες. Όταν λοιπόν αμφισβητώ τη δική σου, προσπαθώ να εστιάσω στους λόγους της δικής μου και κάπως έτσι περνάνε πιο ευχάριστα εκείνα τα δεκάλεπτα μέχρι να έρθει η ώρα της ανακωχής.

Στα σίγουρα δε σ’ αγαπάω για το μυαλό σου. Γι’ αυτό ίσως σ’ ερωτεύτηκα, γι’ αυτό σίγουρα σε θαυμάζω. Αλλά δε σ’ αγαπώ γι’ αυτό. Πόσο επιφανειακό αλήθεια, να τους ακούς να λένε ότι αγάπησαν ευφυΐες, φάτσες, τραπεζικούς λογαριασμούς, φιλοδοξίες, κοινωνικές συναναστροφές και πτυχία. Όχι, στα σίγουρα δε σ’ αγαπώ για αυτά, τα όντως εκτιμητέα, χαρίσματά σου.

Συνειδητοποίησα ότι σ’ αγαπάω την πρώτη φορά που με σκέπασες φεύγοντας για τη δουλειά κι όταν μου άναψες το θερμοσίφωνο για να λιώσω όταν επέστρεψα εγώ. Και στα σίγουρα πιάσαμε ξανά κορυφή στον παλμογράφο μας την πρώτη φορά που μου μίλησες για τους πιο βαθείς σου φόβους. Εκείνη η φορά που κρυολογήσαμε κι οι δύο κι ο ένας είχε αναλάβει τη σούπα κι ο άλλος το χαμόμηλο ήρθε κι έδεσε με την άλλη που μπήκες μαζί μου στο μαγνητικό τομογράφο. 

Σ’ αγάπησα την ώρα που σφηνώθηκες σ΄ένα πουκάμισο για να κάνεις καλή εντύπωση στον πατέρα μου και τη μέρα που γελούσες με τις πτητικές ανησυχίες μου και είχαμε ξεσηκώσει όλο το αεροσκάφος. Επένδυσα όταν με στωικότητα άκουγες κάθε επαγγελματικό προβληματισμό μου, όταν πρότεινες αισιόδοξες λύσεις. Μα αλήθεια, πόσο καλός είσαι στο να προτείνεις λύσεις; Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που εσύ δε θα μπορούσες να βρεις άκρη. Έγινες οικογένειά μου όταν αυτό το συνειδητοποίησα.

Σ’ αγάπησα το βράδυ που ήρθες στις πέντε το πρωί για να πάμε μια βόλτα με το αμάξι στη θάλασσα γιατί πεθύμησα ορίζοντα και τα ξημερώματα που κρατήθηκα ξάγρυπνη για να ξυπνήσω εσένα στις οχτώ. Όταν ήρθες στο σπίτι με σοκολάτα γεμιστή, όταν δέχτηκες τη συγγνώμη μου φορές που ίσως δε μου άξιζε, όταν έσφιξες το χέρι μου για να διασχίσουμε την Πανεπιστημίου.

Κι άρχισα να υποψιάζομαι ότι ήρθες για να μείνεις τη νύχτα στον κινηματογράφο που περισσότερο μ’ ένοιαζε να δω το γέλιο σου παρά την ταινία απέναντι. Όταν μαγείρευα και περίμενα το φρύδι σου ν’ ανασηκωθεί και να ζητήσεις δεύτερο πιάτο. Όταν είχα εγώ στο νου μου το θερμοσίφωνο κι όταν ζητούσα το σνίτσελ σου πάντα με έξτρα πατάτες. Όταν σε φωτογράφιζα μανιωδώς και γέμιζα mb με το πρόσωπό σου.

Για όλους αυτούς τους λόγους εκείνα τα εικοσάλεπτα της οργής είναι ανυπόφορα. Είναι όμως κι ο λόγος που κατορθώσαμε να τα κάνουμε δεκάλεπτα.

 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά