Πόσα να χωρέσει και σήμερα η ψυχή μου; Πόσες σιωπές έχουν στ’ αλήθεια στοιβαχτεί δυο χρόνια τώρα; Πόσες αρνήσεις, πόσες αποφάσεις και πόσες αναιρέσεις τους; Πόσες νύκτες εγώ με το κλάμα μου σύμμαχο κι αντίπαλο οικτρό μαζί; Πόσα λόγια ανείπωτα και πόσες προσπάθειες υποκρισίας να καταχωνιάσω καλά όσα αισθάνομαι;

Δυο χρόνια τώρα εγώ, εναντίον εμένα. Να μη μιλώ για να μη σε φέρω σε δύσκολη θέση. Να μη δείχνω όσα έκαψαν ακόμα κι εμένα, να αρκούμαι σ’ ένα σου χαμόγελο κι ας είχαν από καιρό θριαμβεύσει οι λυγμοί μου. Πόσα ερωτηματικά να’ απαντώ μόνη μου και πόσα μυστήρια να λύνω;

Ήμουν πεπεισμένη πως δεν είμαι μάγος, μα να ‘ταν κι η μόνη σταθερά που κατέρριψα μαζί σου. Ξέρεις πόσο πονάει η επιβεβαίωση; Ξέρεις πόσα μέσα μου διαλύθηκαν όταν κατάλαβα πως νιώθεις το ίδιο; Σε νιώθω. Σε νιώθω. Σε κάθε μισό σου βλέμμα και σε κάθε ατέλειωτο χαμόγελό σου. Να ‘ξερες πόσες φορές ένιωσα τα μηνύματά σου και πόσες φορές αναγνώρισα τον ήχο τους! Να ξερες πόσες φορές οι προαισθήσεις μου βγήκαν πιο ζωντανές από ποτέ! Σε μια χημεία που εκρήγνυται όλο και πιο έντονα όσο περνά ο καιρός, οι αντοχές μου δηλώνουν ξεκάθαρα πως έχουν κουραστεί. Έχω κουραστεί να παλεύω χωρίς στόχο, μα κυρίως με έχω σιχαθεί για τη στασιμότητά μου.

Μιλώ, που λες, για το βήμα που δεν έκανες, για τα μισόλογα που φρόντισες να ειπωθούν για να διασφαλίσεις τη διατήρηση του απωθημένου σου. Φωνάζω για την αγάπη που μου έχεις και φρόντισες να γίνει σε όλο τον κόσμο γνωστή σε περίπτωση που τολμήσω να κάνω ένα βήμα μακριά σου. Πάτησες στην αγάπη που μου στέρησαν, ποδοπάτησες την έλλειψή μου να είμαι ο εαυτός μου, με έκανες να νιώσω χρήσιμη προσθέτοντας τα τελευταία στίγματα στην αδυναμία μου.

Κι η λογική μου, κάθετη και πεισματάρα κι αυτή του λόγου της, λειτούργησε καθησυχαστικά ευνοώντας ακόμη περισσότερο τη δειλία σου! Ήξερες πως δεν πρόκειται να δείξω κάτι ποτέ. Ήξερες και βολεύτηκες. Ήξερες γενικά τι έκανες. Μπράβο σου, γιατί εγώ στη θέση σου θα ‘χα στ’ αλήθεια χάσει. Με τα πολύπλοκα, βλέπεις, δεν τα πήγαινα ποτέ ιδιαίτερα καλά, δεν ήμουν ποτέ συμβατός δότης με το να λαμβάνω τα μέτρια, πόσο μάλλον να τα προσφέρω.

Σε παραδέχομαι γιατί τερμάτισες το χειριστικό του χαρακτήρα σου και κατέληξες να παίζεις με ανοικτά χαρτιά σε ένα βιβλίο που ήταν για χρόνια σκονισμένο στο ράφι. Σε παραδέχομαι μα κόψ’ το. Ως εδώ. Άσε με. Ούτε βλέμματα, ούτε αγάπες, ούτε λόγια που φανερώνουν αδυναμία. Δε με ξεχώρισες. Τον εαυτό σου ξεχώρισες γιατί μέσα απ’ τα μάτια μου τον είδες να λάμπει ατόφια χωρίς κανένα στίγμα από όλα εκείνα τα εμφανή μαύρα στίγματα της ζωής και του χαρακτήρα σου. Δε θέλω την αγάπη σου γιατί τελικά δηλώνω ανίκανη να τα βάλω με τη δειλία σου.

Δε σ’ αγαπάς και δε σε σέβεσαι, πώς να λάβεις μια ουσιαστική απόφαση και πώς να κάνεις το παραμικρό σωστό στη ζωή σου; Μην παίζεις με τη φωτιά αν ξέρεις εξαρχής πως τη φοβάσαι. Σ’ αγαπώ κι ας μπάζεις ολόκληρος. Μα όσο σ’ αγαπώ άλλο τόσο θέλω πίσω την ελευθερία μου. Άντε να κουρνιάσεις ξανά στα -επιεικώς- μέτρια που τόσο σε βολεύουν. Ένα βήμα μακριά σου, δέκα βήμα πιο κοντά σε ‘μένα. Και να σου πω την αλήθεια, μου έλειψα.

 

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη